Σύντομη ιστορική αναδρομή
Υπάρχουν πόλεις του μύθου και της ιστορίας΄ πόλεις ονομαστές για τα πλούτη ή τη μεγάλη συμβολή τους στον πολιτισμό της ανθρωπότητας. Η Σιάτιστα, ασφαλώς, δεν είναι μία από αυτές. Όμως, τηρώντας τις αναλογίες, η μικρή αυτή πολιτεία έχει να επιδείξει θαυμαστά έργα των κατοίκων της, τόσο στον πόλεμο, όσο και στην ειρήνη, ώστε να είναι απόλυτα δικαιολογημένη η περηφάνια με την οποία υμνεί ο Σιατιστινός τη γενέτειρά του στο στίχο του παλιού τραγουδιού:
«Εδώ το λένε Σιάτιστα που ’ναι κεφαλοχώρι».
Η Σιάτιστα, κυριολεκτικά ριζωμένη στη μεσημβρινή πλαγιά του όρους Βέλια, που συνεχίζει το αρχαίο μακεδονικό Άσκιο (Σινιάτσικο), απέχει 28 χλμ. από την Κοζάνη, την πρωτεύουσα του Νομού και είναι χτισμένη σε υψόμετρο μεγαλύτερο από 900 μέτρα. Πάνω από τα ακραία σπίτια της, προς τα ΒΑ, πυργώνει το πελώριο ανάστημά του, γυμνός σαν τον Αδάμ, ο Γρίβας, ενώ προς τα νότια υψώνει τις μυτερές κορφές του ο Μπούρινος.
Τι ώθησε τους πρώτους οικιστές να έρθουν και να ριζώσουν σ’ αυτό το παράξενο –σεληνιακό – τοπίο παραμένει άγνωστο. Ακόμη δε γνωρίζουμε με ακρίβεια την προέλευσή τους, ούτε το χρόνο ίδρυσης και την ετυμολογική ρίζα του ονόματος της πόλης. Υποθέσεις υπάρχουν πολλές.
Φαίνεται πάντως πιο πιθανή η άποψη πως η Σιάτιστα είναι δημιούργημα των δύσκολων συνθηκών που επικράτησαν στον ελληνικό χώρο λίγο πριν και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, καθώς, κατά την ασταμάτητη προέλαση των Οθωμανών, έποικοι από τα βάθη της Μ. Ασίας έρχονταν να εγκατασταθούν στις ελληνικές πεδιάδες, απωθώντας τους παλιούς χριστιανούς κατοίκους προς τα άγονα ορεινά μέρη.
Οι αρχικοί οικιστές, κάτοικοι γειτονικών πεδινών χωριών και νομάδες ποιμένες, ίδρυσαν δυο συνοικίες που συναποτελούν τη Σιάτιστα: τη Γεράνεια πρώτα και τη Χώρα, το διοικητικό κέντρο ύστερα. Αργότερα, από τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα, η οχυρή τοποθεσία της πόλης, που εξασφάλιζε σχετικά ελεύθερη ζωή, προσέλκυσε κι άλλους κατοίκους από τις γειτονικές Ήπειρο και Θεσσαλία αλλά και από μακρινότερες περιοχές, οι οποίοι επιζητούσαν καταφύγιο από τις διώξεις των Τούρκων και Αλβανών.
Πάντως, όποια κι αν είναι η σύνθεση του πληθυσμού της Σιάτιστας, γεγονός είναι ότι μέσα στο 17ο αιώνα έχει προχωρήσει η αφομοίωση των ετερόκλητων πληθυσμιακών στοιχείων σε τέτοιο βαθμό, ώστε από τα μέσα του αιώνα αυτού ν’ αρχίσει το φούντωμα της μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης της πόλης που θα διαρκέσει αδιάπτωτη ως τις αρχές του 19ου αιώνα.
Η οικονομική ανάπτυξη θα στηριχτεί κατά κύριο λόγο στο εμπόριο που διεξήγαν οι Σιατιστινοί έμποροι – οι πραματευτάδες – μαζί με τους εμπόρους άλλων Μακεδονικών πόλεων, όπως η Κοζάνη, η Καστοριά, η Έδεσσα, η Νάουσα, η Θεσσαλονίκη, το Μελένικο κ.ά. με τη θαλασσοκράτειρα Βενετία μέσω Δυρραχίου ως το 1750 περίπου και στη συνέχεια με τις χώρες της Βαλκανικής και της Κεντροδυτικής Ευρώπης.
Άφθονες είναι οι γραπτές μαρτυρίες από τα κρατικά Αρχεία της Βενετίας, της Αυστρουγγαρίας και των Βαλκανικών χωρών για την πετυχημένη δράση των Σιατιστινών εμπόρων. Το ίδιο κι οι αναφορές στις παλιές Γεωγραφίες και τις αφηγήσεις Ελλήνων και ξένων περιηγητών. Ο Άγγλος W. M. Leake στο έργο του «Travels in Northern Greece» αναφέρει: «Όλες οι οικογένειες της Σιάτιστας έχουν από ένα μέλος που ζει ή εμπορεύεται στην Ιταλία, την Ουγγαρία, την Αυστρία κι άλλα μέρη της Γερμανίας, ενώ από τους γεροντότερους ελάχιστοι είναι εκείνοι που δεν έζησαν δέκα ή δώδεκα χρόνια της ζωής τους σε μια από τις χώρες αυτές. Η γερμανική γλώσσα μιλιέται γενικά όσο σχεδόν και η ιταλική».
Η Βενετία, η Τεργέστη, το Βελιγράδι, το Βουκουρέστι, η Βουδαπέστη κι η Βιέννη ήταν πόλεις οικείες για τους Σιατιστινούς πραματευτάδες κι ο Δούναβης πιο βατός γι’ αυτούς παρά ο γειτονικός Αλιάκμονας. Τα πάθη και οι αγωνίες των μακρινών κι επικίνδυνων εκείνων ταξιδιών έχουν αποτυπωθεί στα υπέροχα δημοτικά τραγούδια των πραματευτάδων, που τραγουδιούνταν ύστερα από το γυρισμό στα οικογενειακά γλέντια και τις χαρές, όπου κυλούσε άφθονο το περίφημο σιατιστινό κρασί, το «ηλιαστό».
«Κι τα σχαρίκια έπιρναν πως έρχιτι ου αφέντης
απού τα μέρη της Βλαχιάς κι απού του Μπουκουρέστι.
Του Δούναβου κατέβινιν ουπέρα να πιράσει,
Βρίσκει του Δούναβου θουλό τουν πόρου χαλασμένου».
Ζώντας στις χώρες της Ευρώπης και ασκώντας δραστήρια το εμπόριο, σώρευαν πλούτη τα οποία εξασφάλιζαν ανέσεις στην καθημερινή ζωή και τους έδιναν τη δυνατότητα να χτίζουν θαυμαστά παλάτια, τ’ αρχοντικά. Παράλληλα παρακολουθούσαν μ’ άγρυπνα μάτια κι ανοιχτά μυαλά τις πολιτικοκοινωνικές και πνευματικές αλλαγές που συντελούνταν εκεί κι αφομοίωναν τις καινούριες ιδέες που έφερναν στην Ευρώπη ο Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση.
Πρώτο μέλημά τους υπήρξε η Παιδεία κι η απελευθέρωση του Γένους από τα δεινά της σκλαβιάς. Η Σιάτιστα ευτύχησε να διαθέτει ένα από τα παλιότερα σχολεία στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, στο οποίο δίδαξαν επιφανείς Διδάσκαλοι και ανέδειξε μεγάλους λογίους και αγωνιστές που έδωσαν ακόμη και τη ζωή τους για τη μεγάλη υπόθεση της λευτεριάς. Σιατιστινοί, λογουχάρη, ήταν ο Γεώργιος Παπαζώλης, που πρωτοστάτησε στα Ορλωφικά, οι αδελφοί Μαρκίδες Πούλιου, Γεώργιος και Πούλιος ή Πούπλιος, εκδότες της πρώτης ελληνικής εφημερίδας στη Βιέννη (1790) με τίτλο ΕΦΗΜΕΡΙΣ και συνεργάτες του Ρήγα, ο συμμάρτυρας του Ρήγα Θεοχάρης Τουρούντζιας, οι Μανούσηδες, ο ξακουστός λόγιος Γεώργιος Ζαβίρας, οι Διδάσκαλοι Δημήριος Καρακάσης, Μιχαήλ Παπαγεωργίου, Μιχαήλ Δούκας και Δημήτριος Αργυριάδης, ο πρόκριτος Γεώργιος Νιόπλιος και ο Νικόλαος Κασομούλης, που πρωτοστάτησαν στην κήρυξη της Επανάστασης στη Μακεδονία (1822) και πλήθος άλλων σημαντικών ανδρών.
Τα πλούτη της πόλης χάρις στη δύναμή τους από τη μία εξασφάλιζαν σχετικά ελεύθερη ζωή κατά παραχώρηση της οθωμανικής διοίκησης και από την άλλη τραβούσαν σαν το μαγνήτη τα φθονερά βλέμματα των άτακτων Τουρκαλβανών. Κατ’ επανάληψη, από το 1784 ως το 1830 δοκίμασαν να μπουν στην πόλη και να την κουρσέψουν. Όλες όμως οι απόπειρες κατέληξαν σε αποτυχία, χάρη στην ηρωική αντίσταση των κατοίκων.
Η Σιάτιστα, όπως και η υπόλοιπη Μακεδονία, παρά τους αγώνες της, δεν είχε την τύχη ν’ απολαύσει ελεύθερη ζωή αμέσως μετά τη λήξη της Επανάστασης του 1821 και την ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους, ενώ από οικονομική άποψη ο 19ος αιώνας είναι για την πόλη περίοδος μαρασμού και δημογραφικής κάμψης. Όμως, το εθνικό φρόνημα των κατοίκων της, που σύμφωνα με όλες τις γραπτές μαρτυρίες είναι ακραιφνείς Έλληνες, δεν κάμπτεται. Οι Σιατιστινοί συμμετέχουν ενεργά σ’ όλες τις κινήσεις που σημειώνονται στη Μακεδονία με αφορμή το γνωστό πρόβλημα των Εθνοτήτων, ιδρύουν σχολεία και παίρνουν μέρος σ’ όλους τους αγώνες για την ελληνικότητα της Μακεδονίας και την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Θρυλική στη μνήμη των Σιατιστινών εξακολουθεί να παραμένει η καπετάνισσα Περιστέρα.
Κορυφαίες στιγμές υπήρξαν η συμμετοχή στο Μακεδονικό Αγώνα (1904-1909) και η Μάχη της Σιάτιστας, την 4η Νοεμβρίου 1912, που έφερε την πολυπόθητη λευτεριά.
Απολαμβάνοντας από το 1912 ως σήμερα η Σιάτιστα τον ελεύθερο βίο, γνώρισε περιόδους κάμψης και ανάπτυξης. Ως σήμερα ως Δήμος η Σιάτιστα – κατά την Τουρκοκρατία διοικήθηκε από ικανούς προκρίτους – χάρις στην εργατικότητα των κατοίκων της, που κατά πλειοψηφία απασχολούνται στη Γουνοποιϊα, γνώρισε σημαντική ανάπτυξη κι έχει αλλάξει όψη. Διατήρησε όμως πολλά στοιχεία από την παλιά αρχοντιά της, ενώ ποτέ δεν έχασε το φιλελεύθερο φρόνημά της. Απόδειξη οι Μάχες της Βίγλας και του Φαρδύκαμπου (4-6 Μαρτίου 1943), όταν οι κάτοικοι της Σιάτιστας και της γύρω περιοχής, με την καθοδήγηση της μοναδικής στην πόλη αντιστασιακής Οργάνωσης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αψηφώντας τις συνέπειες της Κατοχής, χτύπησαν και αιχμαλώτισαν έναν ιταλικό λόχο πρώτα κι ύστερα ολόκληρο και πάνοπλο τάγμα Ιταλών.
Σήμερα η Σιάτιστα καλεί τον επισκέπτη να περπατήσει τα σκαλωτά καλντερίμια των στενών της, να διαβεί τα κατώφλια των αρχοντικών, να γνωρίσει τον πλούτο των παμπάλαιων Εκκλησιών και της Βιβλιοθήκης, να επισκεφτεί τα Μουσεία, να χαρεί τη φύση στα μαγευτικά ξωκλήσια και το Ορειβατικό Καταφύγιο του Μπούρινου, να μιλήσει με τους φιλόξενους κατοίκους, να πάρει μέρος στα γλέντια, τα ξεφαντώματα και τα μοναδικά έθιμά της και να γευτεί το περίφημο κρασί της που παρασκευάζεται από τους αμπελουργούς της ίδια κι απαράλλαχτα εδώ και αιώνες.
Δημήτριος Γ. Σιάσιος.
Υπάρχουν πόλεις του μύθου και της ιστορίας΄ πόλεις ονομαστές για τα πλούτη ή τη μεγάλη συμβολή τους στον πολιτισμό της ανθρωπότητας. Η Σιάτιστα, ασφαλώς, δεν είναι μία από αυτές. Όμως, τηρώντας τις αναλογίες, η μικρή αυτή πολιτεία έχει να επιδείξει θαυμαστά έργα των κατοίκων της, τόσο στον πόλεμο, όσο και στην ειρήνη, ώστε να είναι απόλυτα δικαιολογημένη η περηφάνια με την οποία υμνεί ο Σιατιστινός τη γενέτειρά του στο στίχο του παλιού τραγουδιού:
«Εδώ το λένε Σιάτιστα που ’ναι κεφαλοχώρι».
Η Σιάτιστα, κυριολεκτικά ριζωμένη στη μεσημβρινή πλαγιά του όρους Βέλια, που συνεχίζει το αρχαίο μακεδονικό Άσκιο (Σινιάτσικο), απέχει 28 χλμ. από την Κοζάνη, την πρωτεύουσα του Νομού και είναι χτισμένη σε υψόμετρο μεγαλύτερο από 900 μέτρα. Πάνω από τα ακραία σπίτια της, προς τα ΒΑ, πυργώνει το πελώριο ανάστημά του, γυμνός σαν τον Αδάμ, ο Γρίβας, ενώ προς τα νότια υψώνει τις μυτερές κορφές του ο Μπούρινος.
Τι ώθησε τους πρώτους οικιστές να έρθουν και να ριζώσουν σ’ αυτό το παράξενο –σεληνιακό – τοπίο παραμένει άγνωστο. Ακόμη δε γνωρίζουμε με ακρίβεια την προέλευσή τους, ούτε το χρόνο ίδρυσης και την ετυμολογική ρίζα του ονόματος της πόλης. Υποθέσεις υπάρχουν πολλές.
Φαίνεται πάντως πιο πιθανή η άποψη πως η Σιάτιστα είναι δημιούργημα των δύσκολων συνθηκών που επικράτησαν στον ελληνικό χώρο λίγο πριν και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, καθώς, κατά την ασταμάτητη προέλαση των Οθωμανών, έποικοι από τα βάθη της Μ. Ασίας έρχονταν να εγκατασταθούν στις ελληνικές πεδιάδες, απωθώντας τους παλιούς χριστιανούς κατοίκους προς τα άγονα ορεινά μέρη.
Οι αρχικοί οικιστές, κάτοικοι γειτονικών πεδινών χωριών και νομάδες ποιμένες, ίδρυσαν δυο συνοικίες που συναποτελούν τη Σιάτιστα: τη Γεράνεια πρώτα και τη Χώρα, το διοικητικό κέντρο ύστερα. Αργότερα, από τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα, η οχυρή τοποθεσία της πόλης, που εξασφάλιζε σχετικά ελεύθερη ζωή, προσέλκυσε κι άλλους κατοίκους από τις γειτονικές Ήπειρο και Θεσσαλία αλλά και από μακρινότερες περιοχές, οι οποίοι επιζητούσαν καταφύγιο από τις διώξεις των Τούρκων και Αλβανών.
Πάντως, όποια κι αν είναι η σύνθεση του πληθυσμού της Σιάτιστας, γεγονός είναι ότι μέσα στο 17ο αιώνα έχει προχωρήσει η αφομοίωση των ετερόκλητων πληθυσμιακών στοιχείων σε τέτοιο βαθμό, ώστε από τα μέσα του αιώνα αυτού ν’ αρχίσει το φούντωμα της μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης της πόλης που θα διαρκέσει αδιάπτωτη ως τις αρχές του 19ου αιώνα.
Η οικονομική ανάπτυξη θα στηριχτεί κατά κύριο λόγο στο εμπόριο που διεξήγαν οι Σιατιστινοί έμποροι – οι πραματευτάδες – μαζί με τους εμπόρους άλλων Μακεδονικών πόλεων, όπως η Κοζάνη, η Καστοριά, η Έδεσσα, η Νάουσα, η Θεσσαλονίκη, το Μελένικο κ.ά. με τη θαλασσοκράτειρα Βενετία μέσω Δυρραχίου ως το 1750 περίπου και στη συνέχεια με τις χώρες της Βαλκανικής και της Κεντροδυτικής Ευρώπης.
Άφθονες είναι οι γραπτές μαρτυρίες από τα κρατικά Αρχεία της Βενετίας, της Αυστρουγγαρίας και των Βαλκανικών χωρών για την πετυχημένη δράση των Σιατιστινών εμπόρων. Το ίδιο κι οι αναφορές στις παλιές Γεωγραφίες και τις αφηγήσεις Ελλήνων και ξένων περιηγητών. Ο Άγγλος W. M. Leake στο έργο του «Travels in Northern Greece» αναφέρει: «Όλες οι οικογένειες της Σιάτιστας έχουν από ένα μέλος που ζει ή εμπορεύεται στην Ιταλία, την Ουγγαρία, την Αυστρία κι άλλα μέρη της Γερμανίας, ενώ από τους γεροντότερους ελάχιστοι είναι εκείνοι που δεν έζησαν δέκα ή δώδεκα χρόνια της ζωής τους σε μια από τις χώρες αυτές. Η γερμανική γλώσσα μιλιέται γενικά όσο σχεδόν και η ιταλική».
Η Βενετία, η Τεργέστη, το Βελιγράδι, το Βουκουρέστι, η Βουδαπέστη κι η Βιέννη ήταν πόλεις οικείες για τους Σιατιστινούς πραματευτάδες κι ο Δούναβης πιο βατός γι’ αυτούς παρά ο γειτονικός Αλιάκμονας. Τα πάθη και οι αγωνίες των μακρινών κι επικίνδυνων εκείνων ταξιδιών έχουν αποτυπωθεί στα υπέροχα δημοτικά τραγούδια των πραματευτάδων, που τραγουδιούνταν ύστερα από το γυρισμό στα οικογενειακά γλέντια και τις χαρές, όπου κυλούσε άφθονο το περίφημο σιατιστινό κρασί, το «ηλιαστό».
«Κι τα σχαρίκια έπιρναν πως έρχιτι ου αφέντης
απού τα μέρη της Βλαχιάς κι απού του Μπουκουρέστι.
Του Δούναβου κατέβινιν ουπέρα να πιράσει,
Βρίσκει του Δούναβου θουλό τουν πόρου χαλασμένου».
Ζώντας στις χώρες της Ευρώπης και ασκώντας δραστήρια το εμπόριο, σώρευαν πλούτη τα οποία εξασφάλιζαν ανέσεις στην καθημερινή ζωή και τους έδιναν τη δυνατότητα να χτίζουν θαυμαστά παλάτια, τ’ αρχοντικά. Παράλληλα παρακολουθούσαν μ’ άγρυπνα μάτια κι ανοιχτά μυαλά τις πολιτικοκοινωνικές και πνευματικές αλλαγές που συντελούνταν εκεί κι αφομοίωναν τις καινούριες ιδέες που έφερναν στην Ευρώπη ο Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση.
Πρώτο μέλημά τους υπήρξε η Παιδεία κι η απελευθέρωση του Γένους από τα δεινά της σκλαβιάς. Η Σιάτιστα ευτύχησε να διαθέτει ένα από τα παλιότερα σχολεία στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, στο οποίο δίδαξαν επιφανείς Διδάσκαλοι και ανέδειξε μεγάλους λογίους και αγωνιστές που έδωσαν ακόμη και τη ζωή τους για τη μεγάλη υπόθεση της λευτεριάς. Σιατιστινοί, λογουχάρη, ήταν ο Γεώργιος Παπαζώλης, που πρωτοστάτησε στα Ορλωφικά, οι αδελφοί Μαρκίδες Πούλιου, Γεώργιος και Πούλιος ή Πούπλιος, εκδότες της πρώτης ελληνικής εφημερίδας στη Βιέννη (1790) με τίτλο ΕΦΗΜΕΡΙΣ και συνεργάτες του Ρήγα, ο συμμάρτυρας του Ρήγα Θεοχάρης Τουρούντζιας, οι Μανούσηδες, ο ξακουστός λόγιος Γεώργιος Ζαβίρας, οι Διδάσκαλοι Δημήριος Καρακάσης, Μιχαήλ Παπαγεωργίου, Μιχαήλ Δούκας και Δημήτριος Αργυριάδης, ο πρόκριτος Γεώργιος Νιόπλιος και ο Νικόλαος Κασομούλης, που πρωτοστάτησαν στην κήρυξη της Επανάστασης στη Μακεδονία (1822) και πλήθος άλλων σημαντικών ανδρών.
Τα πλούτη της πόλης χάρις στη δύναμή τους από τη μία εξασφάλιζαν σχετικά ελεύθερη ζωή κατά παραχώρηση της οθωμανικής διοίκησης και από την άλλη τραβούσαν σαν το μαγνήτη τα φθονερά βλέμματα των άτακτων Τουρκαλβανών. Κατ’ επανάληψη, από το 1784 ως το 1830 δοκίμασαν να μπουν στην πόλη και να την κουρσέψουν. Όλες όμως οι απόπειρες κατέληξαν σε αποτυχία, χάρη στην ηρωική αντίσταση των κατοίκων.
Η Σιάτιστα, όπως και η υπόλοιπη Μακεδονία, παρά τους αγώνες της, δεν είχε την τύχη ν’ απολαύσει ελεύθερη ζωή αμέσως μετά τη λήξη της Επανάστασης του 1821 και την ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους, ενώ από οικονομική άποψη ο 19ος αιώνας είναι για την πόλη περίοδος μαρασμού και δημογραφικής κάμψης. Όμως, το εθνικό φρόνημα των κατοίκων της, που σύμφωνα με όλες τις γραπτές μαρτυρίες είναι ακραιφνείς Έλληνες, δεν κάμπτεται. Οι Σιατιστινοί συμμετέχουν ενεργά σ’ όλες τις κινήσεις που σημειώνονται στη Μακεδονία με αφορμή το γνωστό πρόβλημα των Εθνοτήτων, ιδρύουν σχολεία και παίρνουν μέρος σ’ όλους τους αγώνες για την ελληνικότητα της Μακεδονίας και την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Θρυλική στη μνήμη των Σιατιστινών εξακολουθεί να παραμένει η καπετάνισσα Περιστέρα.
Κορυφαίες στιγμές υπήρξαν η συμμετοχή στο Μακεδονικό Αγώνα (1904-1909) και η Μάχη της Σιάτιστας, την 4η Νοεμβρίου 1912, που έφερε την πολυπόθητη λευτεριά.
Απολαμβάνοντας από το 1912 ως σήμερα η Σιάτιστα τον ελεύθερο βίο, γνώρισε περιόδους κάμψης και ανάπτυξης. Ως σήμερα ως Δήμος η Σιάτιστα – κατά την Τουρκοκρατία διοικήθηκε από ικανούς προκρίτους – χάρις στην εργατικότητα των κατοίκων της, που κατά πλειοψηφία απασχολούνται στη Γουνοποιϊα, γνώρισε σημαντική ανάπτυξη κι έχει αλλάξει όψη. Διατήρησε όμως πολλά στοιχεία από την παλιά αρχοντιά της, ενώ ποτέ δεν έχασε το φιλελεύθερο φρόνημά της. Απόδειξη οι Μάχες της Βίγλας και του Φαρδύκαμπου (4-6 Μαρτίου 1943), όταν οι κάτοικοι της Σιάτιστας και της γύρω περιοχής, με την καθοδήγηση της μοναδικής στην πόλη αντιστασιακής Οργάνωσης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αψηφώντας τις συνέπειες της Κατοχής, χτύπησαν και αιχμαλώτισαν έναν ιταλικό λόχο πρώτα κι ύστερα ολόκληρο και πάνοπλο τάγμα Ιταλών.
Σήμερα η Σιάτιστα καλεί τον επισκέπτη να περπατήσει τα σκαλωτά καλντερίμια των στενών της, να διαβεί τα κατώφλια των αρχοντικών, να γνωρίσει τον πλούτο των παμπάλαιων Εκκλησιών και της Βιβλιοθήκης, να επισκεφτεί τα Μουσεία, να χαρεί τη φύση στα μαγευτικά ξωκλήσια και το Ορειβατικό Καταφύγιο του Μπούρινου, να μιλήσει με τους φιλόξενους κατοίκους, να πάρει μέρος στα γλέντια, τα ξεφαντώματα και τα μοναδικά έθιμά της και να γευτεί το περίφημο κρασί της που παρασκευάζεται από τους αμπελουργούς της ίδια κι απαράλλαχτα εδώ και αιώνες.
Δημήτριος Γ. Σιάσιος.