ΤΟΥ Δ. Γ. Σιάσιου, Φιλολόγου
Την Τρίτη 31 Δεκεμβρίου του 1790, κυκλοφόρησε, στη Βιέννη, «η προ πολλού επιθυμηθείσα και υποσεχθείσα εις την απλήν διάλεκτον Εφημερίς…», όπως πληροφορούσε τους «φιλαναγνώστες» το πρωτοσέλιδο κύριο άρθρο της. Γεννήτορές της οι Σιατιστινοί αδελφοί Μαρκίδες Πούλιου, ο Γεώργιος και ο Πούλιος ή Πούπλιος.
Είχε προηγηθεί μια μακρόχρονη διαδικασία που ξεκίνησε με τα ταξίδια των τολμηρών εμπόρων, των πραματευτάδων, από τις Μακεδονία, Ήπειρο και Θεσσαλία προς τη Βενετία πρώτα, από τα μέσα του 17ου κι ως τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αι. και μετά προς τις χώρες της Βαλκανικής, Κεντρικής κι ολόκληρης της Ευρώπης.
Μεταξύ των τολμηρών εμπόρων διακρίνονται για τις ικανότητες και τον αριθμητικό όγκο οι Σιατιστινοί «πραματευτάδες». Στα βενετσιάνικα Αρχεία που δημοσιεύτηκαν, πλήθος είναι οι αναφορές σε εμπορικούς οίκους Σιατιστινών, ενώ σε απογραφή του 1766 για τους Έλληνες εμπόρους στη Βιέννη, από τους 82 απογραφέντες οι 12 είναι Σιατιστινοί. Από την απογραφή του 1769 στην κομητεία Pest, Pilis & Solt Ουγγαρίας, εξάγεται ότι στο Kecskemet υπήρχαν 91 Έλληνες έμποροι, Ορθόδοξοι και Οθωμανοί υπήκοοι κι απ’ αυτούς οι 20 κατάγονταν από τη Σιάτιστα.
Ζώντας στις προηγμένες χώρες της Ευρώπης γνώρισαν από κοντά τις νέες ιδέες: του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης. Τους συνεπήρε ο δυνατός άνεμος της Επιστήμης που φυσούσε στις χώρες εγκατάστασής τους. Είχαν κατανοήσει πως εθνική ανεξαρτησία, χωρίς οικονομική αυτάρκεια, δεν ήταν δυνατή, αφού αυτή είναι το θεμέλιο που στηρίζει το οικοδόμημα της κοινωνικής ανέλιξης, της πνευματικής ανάπτυξης και πολιτικής χειραφέτησης. Όταν στερεώθηκε οικονομικά η υποτυπώδης τάξη των αστών εμπόρων, στράφηκε στην ίδρυση σχολείων κι εκτύπωση βιβλίων ποικίλου περιεχομένου, καθώς τη δίψα τους για μάθηση και γνώση δεν ήταν πια δυνατό να καλύψουν τα θεολογικά βιβλία. Δεν αρκούνταν όμως μόνο στη γνώση που παρείχαν τα βιβλία, την ώρα που στην Ευρώπη και στην Ανατολή συντελούνταν σημαντικές οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πνευματικές αλλαγές. Επιζητούσαν ενημέρωση που δεν μπορούσαν να καλύψουν οι ξένες εφημερίδες. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες γεννήθηκε στη Βιέννη η ελληνική δημοσιογραφία. Όργανό της η πρώτη μακροβιότερη και πρώτη σωζόμενη εφημερίδα, η Εφημερίς, των δύο αδελφών Πούλιου.
Η Βιέννη, με τη μεγάλη ελληνική παροικία της, ήταν το πιο κατάλληλο κέντρο για την ευδοκίμηση μιας τέτοιας κίνησης. Ήταν το μεγαλύτερο πολιτικό και πνευματικό κέντρο της Κ. Ευρώπης, βρισκόταν κοντά στις ανθηρές παροικίες Αυστρουγγαρίας και Μολδοβλαχίας και είχε τακτική επαφή με τον Ελληνισμό της Οθωμανικής Επικράτειας. Ήταν εξάλλου το μεγαλύτερο κέντρο εκτύπωσης βιβλίων μετά τη Βενετία και πιο κοντά προς το Κίνημα του Διαφωτισμού. Η αυστριακή εκδοχή του Διαφωτισμού, ο «Ιωσηφινισμός», χάρη στα Διατάγματα του αυτοκράτορα Ιωσήφ Β΄, το 1781, περί ανεξιθρησκείας και ελευθεροτυπίας, παρείχε πρόσφορο έδαφος για την πνευματική ανάπτυξη των Ελλήνων της Αυστρουγγαρίας. Μέσα σ’ αυτόν το χώρο και σε τέτοια ατμόσφαιρα γεννήθηκε η ελληνική δημοσιογραφία. Ύστερα απ’ την ολιγόμηνη κυκλοφορία της εφημερίδας που εξέδωσε το 1784 ο Ζακύνθιος λόγιος και τυπογράφος Γεώργιος Βεντότης και την ατελέσφορη προσπάθεια του Δημητρίου Θεοχαρίδη, κυκλοφόρησε η μακροβιότερη ελληνική εφημερίδα, η Εφημερίς των Μαρκίδων Πούλιου.
Η εφημερίδα αυτή τυπωνόταν στη Βιέννη, στο τυπογραφείο του Αυστριακού νομοδιδασκάλου και παιδαγωγού Joseph von Baumeister, ως τα τέλη Δεκεμβρίου 1797, έφτανε κάθε Τρίτη και Παρασκευή στα χέρια των πολυάριθμων αναγνωστών της σ’ όλες τις παροικίες του εξωτερικού και στις τουρκοκρατούμενες ελληνικές περιοχές. Παράλληλα, από το Μάρτιο του 1791 ως τις 31 Δεκεμβρίου του 1792 κυκλοφορούσε και η αδελφή της σε Σερβική γλώσσα με τον τίτλο Serbskijia Noviny. Εκτός από την εφημερίδα όμως, οι δύο αδελφοί τύπωναν βιβλία ποικίλου περιεχομένου και Καλενδάρια.
Για την ύλη και το γλωσσικό όργανο της Εφημερίδος πληροφορούσε τους υποψήφιους συνδρομητές-αναγνώστες το απόσπασμα μια έντυπης αγγελίας που κυκλοφόρησαν οι δύο εκδότες, στις 16 Οκτωβρίου 1790, με τον τίτλο ΕΙΔΗΣΙΣ. Σύμφωνα με την αγγελία, οι δύο αδελφοί θα εξέδιδαν «μίαν γαζέταν (τζάιτουγγ) εις την απλήν ρωμαίικην γλώσσαν, η οποία δεν είναι άλλο τι, παρά μία καθημερινή διήγησις πραγμάτων, όχι μόνον παρόντων, αλλά και απερασμένων και μελλόντων, ήτις και Εφημερίς θέλει ονομασθή, της οποίας η διήγησις θέλει είναι μία εκλογή αξιοδιηγήτων πραγμάτων όχι μόνον πολεμικών, αλλά και πολιτικών, και μάλιστα οικονομικών…».
Αν όμως για το δημοσιογραφικό τέκνο μπορούμε να αντλήσουμε πληθώρα πληροφοριών, καθώς έχει διασωθεί το σώμα όλων σχεδόν των ετών, δεν ισχύει το ίδιο για τους γεννήτορες. Οι ελληνικές πηγές είναι εξαιρετικά φτωχές, γι’ αυτό και η έρευνα για τη ζωή και τη δράση τους στηρίζεται σε αυστριακές, γερμανικές και λίγες γαλλικές. Η γενέτειρά τους, η Σιάτιστα, δεν έχει να επιδείξει παρά μόνο 11 εκδόσεις από το τυπογραφείο τους, που φυλάγονται στη «Μανούσεια» Δημόσια Βιβλιοθήκη, την προφορική παράδοση ότι το σπίτι τους βρισκόταν στη συνοικία Γεράνεια, έναν μαρμάρινο σταυρό που βρέθηκε το 1960 στο παλιό νεκροταφείο Αγ. Τριάδας, και φέρει τη χρονολογία 1755 και την επιγραφή ΜΑΡΚΟ ΠΟΥΛΙΟ, και μια έκδοση της Οδύσσειας και Βατραχομυομαχίας του 1525 από το τυπογραφείο Brükner με την ιδιόχειρη ενθύμηση «το παρόν βηβλήον είναι του Μάρκο Πούληου». Από τα δύο τελευταία στοιχεία μόνο η ενθύμηση είναι πιθανό να ανήκει στο Μάρκο Πούλιου, πατέρα των δύο αδελφών. Ο μαρμάρινος σταυρός πρέπει να έχει σχέση με κάποιον πρωτοξάδελφό του, καθώς ο γνωστός μας Μάρκος Πούλιου ζούσε, σύμφωνα με τις πηγές τρεις δεκαετίες αργότερα.
Για την ταυτότητα των Γεωργίου και Πούλιου ή Πούπλιου Μαρκίδων Πούλιου, πρέπει να τονιστεί ότι το «Μαρκίδης» είναι πατρωνυμικό, δηλ. σημαίνει γιος του Μάρκου, όπως το δημιούργησαν οι ίδιοι, σύμφωνα με την πανάρχαιη παράδοση που την συναντούμε στον Όμηρο: Ζευς Κρονίδης, Ατρείδης Αγαμέμνων. Το όνομα «Πούλιου» είναι του παππού τους, που χρησιμοποιούσε για την ταυτοποίηση σε πτώση Γενική ο πατέρας τους: Μάρκος Πούλιου, επίσης συνήθεια των αρχαίων: Περικλής Ξανθίππου, Αλέξανδρος Φιλίππου. Είναι γνωστό ότι οι Έλληνες υπόδουλοι καταγράφονταν από τους Τούρκους στους φορολογικούς καταλόγους με το όνομα και το πατρώνυμό τους. Στη Σιάτιστα, ακόμη και σήμερα, η ταυτοποίηση και ο προσδιορισμός προσώπων γίνεται με τη χρήση των πατρωνυμικών που μπορεί να φτάνουν ως την τρίτη και τέταρτη γενιά προς τα πίσω. Έτσι, λόγου χάρη, λέγεται: ου Χρίστους τ’ Τάτ΄ς τ’ Παναϊώτ΄, ου Λάζους τ’ Νιάκ΄ τ’ Λάζ΄ τ’ Νιάκ’, σύμφωνα με τη σιατιστινή ντοπιολαλιά. Κι αυτός ο τρόπος ταυτοποίησης έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα. Στον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή, ο κεντρικός ήρωας υπόσχεται στο Χορό: «Υπερμαχούμαι καπί πάντ’ αφίξομαι,/ ζητών τον αυτόχειρα του φόνου λαβείν,/ τω Λαβδακείω παιδί Πολυδώρου τε και του πρόσθε Κάδμου του πάλαι τ’ Αγήνορος» (σσ. 265-268).
Πολύ συνηθισμένη κι η χρήση μητρωνυμικού σε Γενική πτώση μαζί με το κύριο όνομα: ου Κώστας τ΄ς Κατίνας, ου Χρήστους τ΄ς Αγνής. Όσο για την προέλευση του ονόματος Πούλιος, που δε χρησιμοποιείται στη Σιάτιστα εδώ και πολλές δεκαετίες, υποστηρίχτηκε η άποψη ότι είναι παράγωγο του παρωνύμιου Πουλημένος, δηλωτικό του εθίμου της εικονικής πώλησης βρεφών, για εξευμενισμό του κακού που θανάτωνε τα βρέφη, μόλις γεννιούνταν. Τέτοια παράδοση στη Σιάτιστα δε μαρτυρείται. Ούτε είναι ορθός ο συσχετισμός του ανδρικού με το γυναικείο Πούλιω, που στη Σιάτιστα χρησιμοποιείται ως χαϊδευτικό του Πολυξένη. Φαίνεται ορθότερη η άποψη σύμφωνα με την οποία πρέπει να συσχετιστεί με το κουτσοβλαχικό puliu, με προέλευση από το λατινικό pulleus -> pullus που σήμαινε πουλί, νεοσσσός, κατ’ επέκταση νεογνό.
Η εγκατάσταση της οικογένειας των Πούλιων στη Σιάτιστα πρέπει να έγινε πολύ πριν από το 18ο αι., αρχές ίσως 17ου , καθώς σε αγιοταφικό Κατάστιχο του 1660 δύο οικογένειες καταγράφονται, μία στη συνοικία Χώρα και μία στη συνοικία Γεράνεια. Σε απογραφές Ελλήνων στην ουγγρική πόλη Kecskemet καταγράφονται από τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αι. έμποροι με την επωνυμία Πούλιου, ενώ σε πράξεις του Κώδικα της κοινότητας «των τουρκομεριτών Ελλήνων» στη Βιέννη των ετών 1779, 1783, 1784, αναφέρεται ότι συμμετείχε ο Μάρκος Πούλιου. Αυτός, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν ο πατέρας των Μαρκίδων, που ως το 1776 βρισκόταν σε κάποια πόλη της Ουγγαρίας, ίσως στο Kecskemet. Στην Ουγγαρία φρόντισε να φέρει από τη Σιάτιστα, πιθανότατα το 1776, τους δυο γιους του, για να τους εκπαιδεύσει στο εμπόριο, αλλά παράλληλα φρόντισε να συμπληρώσει και τη μόρφωσή τους με λογιστικά και ξένες γλώσσες (γερμανικά, γαλλικά, ιταλικά, λατινικά).
Ο Γεώργιος Μαρκίδης Πούλιου, σύμφωνα με παλιότερες έρευνες στα αυστριακά Αρχεία, γεννήθηκε το 1766. Ήταν μάλλον ο νεότερος από τους δύο αδελφούς. Το 1766 έτος γέννησης προέκυψε από Έκθεση που υπέβαλε η Αστυνομία της Βιέννης στο Υπουργείο Αστυνομίας, ύστερα από τετράμηνη φυλάκιση και ανάκρισή του, στις 17 Απριλίου 1798. Στην Έκθεση αναφέρεται ότι ήταν 32 ετών. Από 2 έγγραφα όμως των Αρχείων της γερμανικής πόλης Fürth, όπου είχε καταφύγει, προκύπτει ότι ήταν μεγαλύτερος. Το πρώτο, μια βεβαίωση οικογενειακής κατάστασης, με ημερομηνία 14 Σεπτεμβρίου 1814, αναφέρει ότι τότε ήταν 54 ετών. Άρα πρέπει να είχε γεννηθεί το 1760. Το δεύτερο είναι απόσπασμα από το βιβλίο θανάτων της εκκλησίας του Αγίου Μιχαήλ, όπου τάφηκε. Στην καταγραφή αυτή, που διακρίνεται για την ακρίβεια και σχολαστικότητά της, δίνονται διάφορα στοιχεία που αφορούν το Γεώργιο Μαρκίδη Πούλιου. Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι ήταν έμπορος, γεννημένος στη Σιάτιστα της Μακεδονίας, Ορθόδοξος το θρήσκευμα, που πέθανε από εξασθένηση στις 14 Σεπτεμβρίου του 1830, ημέρα Τρίτη, στις 5 το πρωί, σε ηλικία 67 ετών, 7 μηνών και 4 ημερών. Από την καταγραφή αυτή υποστηρίχτηκε ασφαλώς σε κάποια γραπτά στοιχεία –διαβατήριο ή άλλο πιστοποιητικό- και την οποία μπορούμε να θεωρήσουμε ως ακριβή, προκύπτει ότι είχε γεννηθεί στις 10 Φεβρουαρίου 1763. Από το 1776, όπως προαναφέρθηκε, βρισκόταν στα εδάφη της Αυστρουγγαρίας, στο Kecskemet πρώτα κι ύστερα στη Βιέννη, όπου επιδιδόταν στο εμπόριο. Το 1788 και 1789 ζήτησε την άδεια να εκδώσει εφημερίδα, χωρίς όμως επιτυχία. Το 1793 (4-2) υπέβαλε αίτηση και έλαβε την αυστριακή υπηκοότητα, διότι, όπως έγραφε, «έχω χορτάσει να δηλώνωμαι ως Τούρκος υπήκοος». Η κίνηση αυτή, αν ληφθούν υπόψη τα κατοπινά δραματικά γεγονότα, αποτελεί δείγμα σωφροσύνης και προνοητικότητας. Λίγο αργότερα, με αίτηση προς το Εμποροδικείο Βιέννης, ζήτησε το διορισμό του ως εμπορομεσίτη ανατολικών ειδών, θέση επ’ αμοιβή και ιδιαίτερα σημαντική για τη διεξαγωγή του εμπορίου μεταξύ Αυστρουγγαρίας και Ανατολής. Στην αίτηση αυτή, μεταξύ άλλων, δήλωνε ότι επί 14 χρόνια είχε ασχοληθεί με το εμπόριο, κατείχε τη λογιστική και μιλούσε με ευχέρεια τη γερμανική και τις ανατολικές γλώσσες. Την αίτηση υποστήριξαν 38 Έλληνες έμποροι, Τούρκοι και Αυστριακοί υπήκοοι, πιστοποιώντας τις ικανότητές του και βεβαιώνοντας ότι γνώριζε, επιπλέον, ιταλικά, λατινικά και συνηγορούσαν για το διορισμό, που πραγματοποιήθηκε το Φθινόπωρο του 1793. Παράλληλα, μαζί με τον αδελφό του ασχολούνταν δραστήρια, εκτός από την εφημερίδα, με εκδοτικές εργασίες και εμπορία βιβλίων, καθώς από το 1792, αφού χωρίς επιτυχία επιχείρησαν να τους χορηγηθεί το αποκλειστικό προνόμιο για την έκδοση εφημερίδας, ανέλαβε τη διεύθυνση και διαχείριση του τυπογραφείου Baumaeister, ο οποίος προσλήφθηκε στα ανάκτορα ως παιδαγωγός των πριγκίπων.
Τον Ιανουάριο του 1796 παντρεύτηκε την Ελισάβετ Γ. Χρήστου, γεννημένη στο Βουκουρέστι, αλλά καταγόμενη από το Μαργαρίτι Ηπείρου (Martyrt στα γερμανικά έγγραφα). Από το αδημοσίευτο προικοσύμφωνο, συνταγμένο στις 15-10-1795, στη Βιέννη κι όπου υπογράφεται ιδιοχείρως ως «Γεώργιος Μάρκου Πούλιου», αποδείχνεται ότι έλαβε προίκα το σημαντικό για τότε ποσό των 6.000 φιορινίων.
Το έτος εκείνο είναι σημαδιακό για τους 2 αδελφούς και την πορεία της Εφημερίδος. Τον Αύγουστο 1796 ήρθε για 2η φορά ο Ρήγας, στη Βιέννη και ξεκίνησε την οργάνωση της επαναστατικής Συντροφιάς των φωτισμένων εκείνων Ελλήνων εμπόρων και λογίων, στην οποία εμφύσησε την πίστη στις ίδιες δυνάμεις για τον αγώνα, με στόχο τη λευτεριά της σκλαβωμένης πατρίδας. Από τους πρώτους που προσέτρεξαν στο κάλεσμα ήταν οι Μαρκίδες Πούλιου, που έθεσαν στη διάθεση των μεγάλων στόχων και οραμάτων του εθνεγέρτη το τυπογραφείο και την εφημερίδα. Μαζί τους προσέτρεξαν κι άλλοι Σιατιστινοί: τα αδέλφια Θεοχάρης και Ιωάννης Τουρούντζια, Κωνσταντίνος Δούκας, οι Μανούσηδες, μεγαλέμποροι εγκατεστημένοι στη Βιέννη. Από τότε, παρά την αυστριακή λογοκρισία, γίνεται φανερή η στροφή της εφημερίδας προς τις ιδέες και τα κηρύγματα της Γαλλικής Επανάστασης, που φλόγιζε τότε τις καρδιές όλων των δημοκρατών της Ευρώπης. Με πόση λαχτάρα διάβαζαν οι υπόδουλοι Έλληνες την εφημερίδα τους μας πληροφορεί από το 1797 ο περιηγητής James Dallaway, που γράφει: «Αν και είναι όλως διόλου ασήμαντοι οι σημερινοί Έλληνες στην πολιτική πλάστιγγα της Ευρώπης, μολαταύτα δεν υπάρχει κανένα άλλο έθνος, που ν’ ασχολείται και να παρακολουθεί με ανησυχία όσα συμβαίνουν… Και η εφημερίδα που εκδίδεται στα ελληνικά στη Βιέννη και η οποία είναι το μεγάλο τους μαντείο διαβάζεται άπληστα και αποτελεί τη βάση των συζητήσεών τους».
Μετά την προδοσία και σύλληψη του Ρήγα και των συνεργατών του, μεταξύ των οποίων ο μόλις 22 ετών Θεοχάρης Τουρούντζιας και ο Κωνσταντίνος Δούκας, στις 25/26 Δεκεμβρίου 1797 συνελήφθη και ο Γεώργιος Μαρκίδης Πούλιου και απαγορεύτηκε η κυκλοφορία της εφημερίδας, αφού είχε ήδη τεθεί υπό αυστηρότατη λογοκρισία. Για το Γ. Μ. Πούλιου και την εφημερίδα είχε δείξει ζωηρό ενδιαφέρον ασκώντας έντονες πιέσεις προς την αυστριακή κυβέρνηση ο Αυστριακός πρεσβευτής στην Κων/πολή, βαρόνος Herbert Rathkeal. Σε αναφορές του προς τον καγκελάριο Thugut τον περιλούζει με βαρείς χαρακτηρισμούς, αποκαλώντας τον «λίαν ύποπτον άτομον», «λίαν ύποπτον εφημεριδογράφον, δημοσιογράφον, εκδότην και βιβλιοπώλην» και χαρακτηρίζοντας την εφημερίδα «απεχθές σύρραμμα».
Ακολούθησε τετράμηνη φυλάκιση και σκληρότατες ανακρίσεις, οι οποίες, είτε από ομολογία του ιδίου, είτε κατ’ αντιπαράσταση με άλλους συγκρατουμένους και υπαλλήλους του τυπογραφείου, Franz Hugaln και Josef Plötzel, κατέληξαν στη διατύπωση κατηγορητηρίου ότι: α΄) ο Ρήγας τύπωσε στο τυπογραφείο την επαναστατική προκήρυξη σε 3.000 αντίτυπα, β΄) τυπώθηκαν με την έγκριση της λογοκρισίας το Α΄και Β΄μέρος της ελληνικής μετάφρασης του Ταξιδιού του Νέου Αναχάρσιδος του Abbe Barthelemy και ο Ηθικός Τρίπους σε 1.000 αντίτυπα, γ΄) συνομιλούσε με το Ρήγα συχνά για τον τρόπο διαφώτισης των Ελλήνων σχετικά με την κατάστασή τους και συμφώνησαν αυτή να πραγματοποιηθεί με την έκδοση βιβλίων. Ο κατηγορούμενος όμως ισχυρίστηκε ότι το σχέδιο αυτό δεν απέβλεπε στην παρακίνηση των σκλαβωμένων σε εξέγερση αλλά στην προσπόριση εμπορικού κέρδους. δ΄) Ο Ρήγας τύπωσε το Εγκόλπιον, που περιείχε πολεμικούς κανονισμούς, ενώ παρενέβαλε και 2 «επαναστατικά άσματα», το ένα κατ’ απομίμηση του γαλλικού La carmagnole και το άλλο του γερμανικού Freut euch das Lebens (Χαρείτε τη ζωή), ε΄) παραλάμβανε και διένεμε το γαλλικό περιοδικό La decade Philosophique, litteraire et politique. Με βάση το κατηγορητήριο, οι ανακριτές πρότειναν να κριθεί όχι, όπως οι άλλοι συγκατηγορούμενοί του, αλλά σύμφωνα με την εγκύκλιο της 3ης Ιουνίου 1795 (Περί λογοκρισίας). Κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων ο Γ. Μ. Π. αποδείχτηκε συνειδητός και σκληροτράχηλος επαναστάτης, καθώς προσπάθησε με κάθε τρόπο να παραπλανήσει τους ανακριτές και δεν κατέδωσε τα σχέδια του Ρήγα και τους συντρόφους του. Στα έγγραφα των αυστριακών Αρχείων που δημοσίευσαν οι Legrand και Κ. Άμαντος αποδείχνεται υπέροχος πατριώτης με πλήρη επίγνωση του ρόλου που είχε αναλάβει. Στην όλη στάση του οφείλεται στο ότι ο ανακριτής στην αναφορά του τον χαρακτηρίζει «εκτάκτως κακεντρεχή άνθρωπο», χαρακτηρισμό τον οποίο δεν επιφυλάσσει σε κανένα άλλο κατηγορούμενο.
Επειδή ήταν ήδη Αυστριακός υπήκοος, δεν παραδόθηκε στους Τούρκους, όπως ο Ρήγας κι άλλοι σύντροφοί του, αλλά στις 28-4-1798 απελάθηκε από τις αυστριακές χώρες μαζί με το συμπατριώτη του Κωνσταντίνο Δούκα, Ρώσο υπήκοο, και Γεώργιο Θεοχάρη. Στις 20 Ιουνίου έκλεισε οριστικά το τυπογραφείο και του αφαιρέθηκαν οι άδειες άσκησης επαγγέλματος του τυπογράφου κι εμπορομεσίτη. Φεύγοντας από τη Βιέννη, έφτασε στη Λιψία, όπου τον ανέκριναν οι αστυνομικές Αρχές, ύστερα από σχετική αναφορά της βιεννέζικης Αστυνομίας. Στις 23 Μαϊου 1798 του ανακοίνωσαν ότι ήταν ανεπιθύμητος και διέταξαν να εγκαταλείψει αμέσως το έδαφος της Σαξονίας και να δηλώσει πού ήθελε να μεταβεί. Δήλωσε ότι θα πήγαινε στη Φρανκφούρτη, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι πράγματι πήγε. Αρχές 1799, με βάση τις γαλλικές πηγές, βρισκόταν στο Παρίσι, όπου οι Αρχές τον δέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες κι αποφάσισαν να τον στείλουν στην Αγκόνα, όπου διατηρούσαν Πρακτορείο κατ’ επίφαση εμπορικό, στ’ αλήθεια όμως κέντρο προπαγάνδας και στρατολόγησης πρακτόρων για τη δημιουργία φιλογαλλικών πυρήνων στις ελληνικές χώρες.
Δεν υπάρχουν πηγές που να βεβαιώνουν ότι ο Γ. Μ. Π. είχε από παλιά διασυνδέσεις με τους Γάλλους. Είναι λογικό όμως να εικάσει κανείς ότι ήταν ήδη γνωστός και διατηρούσε επαφές με Γάλλους και Έλληνες συνεργάτες τους. Είναι γνωστό ότι ο Ρήγας είχε επαφές με εξέχοντες Γάλλους, ενώ από τα Πρακτικά των ανακρίσεων αποκαλύπτεται ότι ένας από τους συμμέτοχους στην Κίνησή του, ο Ιωάννης Μαυρογένης βρισκόταν τον καιρό της σύλληψης στο Παρίσι «με την πρόθεσιν να παρασκευάση λαϊκήν Κυβέρνησιν δια το ελληνικόν έθνος». Την εικασία αυτή ενισχύει και το ότι μία από τις κατηγορίες των αυστριακών Αρχών εναντίον του ήταν η παραλαβή και διακίνηση του ιδιαίτερα επικίνδυνου για διάδοση των επαναστατικών ιδεών γαλλικού περιοδικού La decade philosophique. Αλλά και να μην είχε διασυνδέσεις, ήταν αρκετή η δράση του, που ήταν ασφαλώς γνωστή στους Γάλλους, ώστε να του επιφυλάξουν εγκάρδια υποδοχή.
Σε Αναφορά που στάλθηκε από την Αγκόνα, στις 4-2-1799, στον υπουρ. Εξωτερικών Υποθέσεων της Γαλλίας, Ταλεϊράνδο αναφέρεται μεταξύ άλλων: «Ο Πούλιος με το να αφιερώσει τον εαυτό του με θάρρος στην αποστολή των αρχών της ελευθερίας, εκτιθόταν στις αντιξοότητες της τυραννίας, αλλά κέρδιζε την αναγνώριση των συμπατριωτών του, την εκτίμηση των δημοκρατών κι ένα ασφαλές άσυλο μέσα στους κόρφους της πατρίδας όλων των ελεύθερων ανθρώπων… Θα τον υποδεχτούμε, λοιπόν, πολίτη υπουργέ, με όλη την εύνοια που οφείλουμε σε ένα θύμα των πλέον αιμοδιψών εχθρών μας…». Από το έγγραφο αυτό φαίνεται ακόμη ξεκάθαρα πως, επειδή «ήταν συντάκτης μιας εφημερίδας ιδιαίτερα διαδεδομένης στην Ελλάδα», σκόπευαν να του ζητήσουν να τους υποδείξει συνεργάτες για τη διάδοση της γαλλικής πολιτικής στην Ελλάδα και να τον απασχολήσουν προσωρινά με τη σύνταξη εντύπου (περιοδικού) με τις γαλλικές ιδέες και διαφωτιστικών βιβλίων. Από άλλα έγγραφα αποκαλύπτεται πως ο Γ. Μ. Πούλιου πρότεινε στους Γάλλους να ξαναγυρίσει στη Γερμανία, με στόχο να οργανώσει δίκτυο συνεργατών στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, σε Κων/πολη, Ελλάδα κι Ανατολή, για να έχει η Γαλλία ακριβείς πληροφορίες για τα συμβαίνοντα σ’ αυτές. Τελικά η συνεργασία με τους Γάλλους κράτησε λίγο και δεν ευοδώθηκε. Γι’ αυτό στα τέλη του 1799 ή αρχές του 1800, πήρε το δρόμο της επιστροφής προς τα γερμανικά εδάφη και κατέληξε στην πολίχνη Fürth, κοντά στη Νυρεμβέργη. Είχε φροντίσει όμως, καθ’ όλο το διάστημα της περιπλάνησης, να χάσουν οι διώκτες τα ίχνη του.
Λίγο νωρίτερα, η γυναίκα του Ελισάβετ, που μ’ αυτήν διατηρούσε επαφή και σίγουρα καθοδηγούσε, είχε υποβάλει διαδοχικές αιτήσεις προς τον αυτοκράτορα της Αυστρίας να δώσει χάρη, για επιστροφή του συζύγου της στη Βιέννη, επικαλούμενη οικονομική καταστροφή, που απορρίφθηκαν, με τη σύσταση να ζητήσει δικαστική προστασία. Η μικρή αυτή γερμανική πόλη αποτελούσε ασφαλές καταφύγιο για τους κάθε λογής κυνηγημένους, καθώς λειτουργούσε υπό ιδιόμορφο καθεστώς τριμερούς διοίκησης. Ειδικά το τμήμα, όπου είχε καταφύγει ο Γ.Μ.Π., έχοντας πια αλλάξει την επωνυμία του σε Georg Marco, ώστε να χάσουν τα ίχνη του οι διώκτες, ανήκε στην κομητεία του Άνσμπαχ-Μπαϊρόιτ, που είχε περιέλθει από το 1791 στο πρωσικό κράτος, που από το1795 έκλεισε ειδική συμφωνία με τη Γαλλία, βάσει της οποίας τα εδάφη παρέμεναν ουδέτερα. Τη Fürth, λοιπόν, επέλεξε ως καταφύγιο ο Γ.Μ.Π., φροντίζοντας στο μεταξύ να φέρει εκεί και τη γυναίκα του Ελισάβετ Γ. Χρήστου. Στην πόλη αυτή διέμεινε και ανάπτυξε εμπορικές δραστηριότητες ως το 1814. Στις 10 Απριλίου 1802 ζήτησε άδεια εγκατάστασης κι άσκησης επαγγέλματος, ως βοηθός του εκεί εγκατεστημένου Έλληνα εμπόρου Ισίδωρου Χατζηγεωργίου, που χορηγήθηκε στις 11-11-1803. Μεταξύ των αποδεικτικών που ζητήθηκαν και υπέβαλε στην Αστυνομική Διεύθυνση της Fürth ήταν και το πρωτότυπο του προικοσύμφωνου, για να αποδείξει ότι διέθετε περιουσία. Αυτό χρησιμοποιήθηκε ως απόδειξη ότι η εμπορική εταιρεία, που σύστησε την 1-1-1804 με το πρώην αφεντικό του, υπό την επωνυμία Haggy und Marco, διέθετε κεφάλαιο κίνησης. Έδρα της επιχείρησης ήταν οίκημα στην Alexander strasse, αρ. 22. Το προικοσύμφωνο είχε συνταχθεί στις 15-10-1795 και ο γάμος έγινε τον Ιανουάριο του 1796.
Ζώντας στη Fürth, άγνωστο για ποιο λόγο, ο Γ.Μ.Π. επιδίωξε την επιστροφή του στη Βιέννη. Σύμφωνα με τις αυστριακές πηγές, με διαδοχικές αιτήσεις του προς τον αυτοκράτορα, μεταξύ 15 και 28-10-1807, ζητούσε να του επιτραπεί η επάνοδος στη Βιέννη. Τις αιτήσεις συνόδευαν Πιστοποιητικά Ελλήνων εμπόρων της Βιέννης, μεταξύ των οποίων οι Ιωάννης Σταύρου, Σίμων Σίνας, Δημήτριος Δάρβαρις, που βεβαιώνουν ότι είναι «ένας έντιμος άνθρωπος και ηθικού χαρακτήρος». Αντίστοιχα Πιστοποιητικά του χορήγησαν και οι αστυνομικές, τραπεζικές, δικαστικές κι εκκλησιαστικές Αρχές της Fürth. Όπως διαπιστώνεται από σχετικό έγγραφο, η έγκριση της επανόδου δόθηκε από τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο, στις 3 Μαρτίου 1807, αλλά στον ενδιαφερόμενο γνωστοποιήθηκε μόλις τον Απρίλιο του 1808.
Από τη σχετική αλληλογραφία των αυστριακών Αρχών διαπιστώνεται ότι την έγκριση επανόδου συνόδευαν σαφείς εντολές να τεθεί υπό παρακολούθηση αστυνομική και «με την εμφάνιση του Γεωργίου Πούλιου στα συνοριακά φυλάκια να ερευνηθούν υπό το πρόσχημα τελωνειακού ελέγχου τα χαρτιά που θα έχει μαζί του».
Άξια μνείας για τις πληροφορίες που παρέχει σχετικά με το Γ.Μ.Πούλιου είναι η Έκθεση της 3-3-1807 του υπουργού Αστυνομίας Sumeraw προς τον αυτοκράτορα. Στην αναφορά του ο Sumeraw, αφού αναφέρει ότι κατά πληροφορίες που συνέλεξε ο Γραμματέας της Πρεσβείας στη Νυρεμβέργη von Merian, «ο Πούλιος περιγράφεται ως άνθρωπος ευφυής και με περιουσίαν», τονίζει: «κατά πληροφορίες είναι μέλος τεκτονικής στοάς και αυτό πρέπει να επισύρει ιδιαίτερη προσοχή». Τελικά από τα έγγραφα αυτά δεν προκύπτει, αν ο Γ.Μ. Π. ξαναγύρισε το 1808, στη Βιέννη. Και πράγματι, δεν ξαναγύρισε, όπως αποκαλύπτει η έρευνα στα Αρχεία της Fürth και Νυρεμβέργης. Από τα έγγραφα αυτά όμως δεν είναι δυνατό να εξακριβωθούν οι λόγοι της μη επανόδου. Ένας πιθανός λόγος ίσως είναι το γεγονός ότι το 1806 η Πρωσία, μετά τις διαδοχικές ήττες στην Ιένα και Άουερστεντ, έχασε τη θέση της ως υπερδύναμης κι οι κτήσεις της στη Φραγκονία –κατά συνέπεια οι πόλεις Fürth και Νυρεμβέργη- περιήλθαν στο βασίλειο της Βαβαρίας, που είχε συνασπιστεί με το Ναπολέοντα. Γι’ αυτό ίσως ο Γ. Πούλιου, που από το παρελθόν είχε στενές σχέσεις με τη Γαλλία, δεν είχε λόγους να επιστρέψει στη Βιέννη, αλλά να παραμείνει σε φιλικό γι’ αυτόν έδαφος. Ενδεικτικό πάντως στοιχείο για την οικονομική και κοινωνική ανέλιξη του Γ.Μ.Π. είναι η εκλογή του ως λοχαγού 3ης Τάξης στην Εθνοφρουρά της Fürth το 1808. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί ότι ο επιλεγείς δε διέθετε μόνο ηγετικές ικανότητες, αλλά είχε κερδίσει και την εκτίμηση των Αρχών, είχε κατακτήσει μια επίζηλη θέση στην κοινωνία της πόλης αυτής. Το γεγονός αυτό μαζί με άλλα συνοδευτικά έγγραφα, εξηγεί ότι το 1814, μέσα σ’ ένα μήνα, οι Αρχές της Νυρεμβέργης ενέκριναν τη μετεγκατάσταση της Επιχείρησης Haggi und Marco, με τον όρο να υπηρετήσει ο Γ. Πούλιου εκ νέου στην Εθνοφρουρά. Η Επιχείρηση εγκαταστάθηκε σε οίκημα της οδού Hauptmark strasse, αριθμός 4. Φαίνεται όμως ότι οι δυο συνεταίροι δεν αρκέστηκαν μόνο στην ενασχόληση με το εμπόριο. Ασχολήθηκαν και με άλλες επιχειρήσεις και επενδύσεις. Το 1816 συμμετείχαν ως χρηματοδότες του κλωστοϋφαντουργείου Condrad Hellmuth με 4.600 φιορίνια αρχικά και αργότερα με 11.000.
Ζώντας ως το θάνατό του στη Νυρεμβέργη, χάρη στην οικονομική άνεση που απέκτησε, μπορούσε να συμμετέχει σε έργα ευποιίας, όπως μαρτυρούν αποδείξεις δωρεών σε Συλλόγους. Χάρη στις δραστηριότητες αυτές και τη θητεία ως λοχαγός της Εθνοφρουράς, κέρδισε την εκτίμηση της κοινωνίας και ως ένδειξη τιμής έγινε δεκτός στο Σκοπευτικό Όμιλο «Εταιρεία της Πέμπτης». Πρόκειται για ένα πολύ παλιό Σωματείο, όπου συμμετείχαν μέλη της άρχουσας τάξης της Νυρεμβεργιανής κοινωνίας. Απολαμβάνοντας στη βαβαρική μεγαλούπολη μια άνετη ζωή και χωρίς φόβο διώξεων, φαίνεται πως δεν ξέχασε ούτε στιγμή τη σκλαβωμένη πατρίδα. Τη δυνατότητα του την έδωσε το τεράστιο κύμα που ξεσηκώθηκε στη Γερμανία το 1822 υπέρ των αγωνιζόμενων Ελλήνων. Από το βιβλίο εισφορών του Griechenverein, του φιλελληνικού Συλλόγου Νυρεμβέργης, διαπιστώνουμε ότι στις 21 Νοεμβρίου 1826 συνεισέφερε το ποσό των 27 φιορινίων ή γκούλντεν. Ουδείς άλλος από όσους καταγράφονται πρόσφερε τόσο μεγάλο ποσό.
Εδώ τελειώνουν οι αναφορές στο Γεώργιο Μαρκίδη Πούλιου ή Georg Marco. Πέθανε, στις 14 Σεπτεμβρίου 1830, άτεκνος, και τάφηκε στον οικογενειακό τάφο που διατηρούσε στη Fürth, απ’ όπου, πιθανό, να προέρχεται ενεπίγραφη επιτύμβια πλάκα από πωρόλιθο, εντοιχισμένη σήμερα στο Δημοτικό Πάρκο της πόλης που καλύπτει το χώρο του πρώην νεκροταφείου. Στην πλάκα απεικονίζεται νέος άνδρας, καθισμένος να παίζει σάλπιγγα και πλάι του ξαπλωμένο κυνηγόσκυλο. Για ταύτιση της πλάκας με το Γ. Μαρκίδη Πούλιου συνηγορούν το γεγονός ότι, κατά μία πληροφορία, μοναδικοί Ορθόδοξοι την εποχή αυτή στην περιοχή της Fürth-Νυρεμβέργης ήταν ο ίδιος και ο συνεταίρος του, το περιεχόμενο της επιγραφής στην κεφαλή της πλάκας ΤΑ ΑΝΘΗ ΕΦΑΝΘΗΣΑΝ ΕΝ ΤΗ ΧΩΡΑ και οι χαρακτήρες των κεφαλαίων γραμμάτων που θυμίζουν αντίστοιχους της εφημερίδας. Πρόλαβε πάντως να ιδεί την Πατρίδα, έστω και κατά ένα τμήμα της, ελεύθερη. Τα άνθη της ελευθερίας εφάνθησαν.
Για τον άλλο αδελφό , τον Πούλιο ή Πούπλιο, όπως του άρεσε να γράφεται, οι πληροφορίες είναι πενιχρές. Δε γνωρίζουμε, ούτε πότε είχε γεννηθεί, ούτε από πότε βρισκόταν στις χώρες της Αυστρουγγαρίας. Πιθανό να ήταν ο μεγαλύτερος, αν ληφθεί υπόψη ότι ο παππούς τους ονομαζόταν Πούλιος και δόθηκε σ’ αυτόν ως πρωτότοκο το όνομά του, κατά την ελληνική συνήθεια, που στη Σιάτιστα τηρείται και σήμερα αυστηρά. Στην Αυστρουγγαρία θα πρέπει να πήγε το 1776 με τον αδελφό του κι ο πατέρας φρόντισε να συμπληρώσει τη μόρφωσή του με λογιστικά, ξένες γλώσσες και να τον εκπαιδεύσει στο εμπόριο. Ο εκλατινισμός του ονόματός του σε Πούπλιος (Puplius ή Publius στη λατινική γλώσσα) υποδεικνύει γνώση της λατινικής, που την χρησιμοποιούσε ακόμη η Διοίκηση σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες αλλά και η Εκπαίδευση. Ο σύγχρονός του Σιατιστινός λόγιος Γ. Ζαβίρας, πάντως στο έργο του Νέα Ελλάς, τον αποκαλεί Πούλιο και όχι Πούπλιο.
Για τέσσερα χρόνια εργάστηκε ως «γεωμέτρης» στο αυστριακό κράτος. Η κρατική θέση του «γεωμέτρη» προϋπόθετε ότι είχε λάβει την αυστριακή υπηκοότητα και, ασφαλώς, ανάλογη εκπαίδευση. Ο γεωμέτρης είχε ως καθήκον την καταμέτρηση γαιών για τον καταρτισμό κτηματολογίου για φορολογικούς λόγους. Ως γεωμέτρη τον ήξεραν και οι συμπατριώτες του, όπως τον αναφέρει σ’ επιστολή του προς τον Κων/νο Λαζάρου στη Σιάτιστα από τη Ζέμονα, στις 31-3-1798, πιθανόν ο αδελφός του Γεώργιος Λαζάρου. Για την κατάρτιση και γλωσσομάθειά του μας ενημερώνει ο ίδιος ο Πούπλιος. Σε Υπόμνημα που έστειλε στην «Επτάνησο Πολιτείαν» στις 10 Μαϊου 1800 γράφει: «τόπους πολλούς περιήλθον, ξένας διαλέκτους εσπούδασα και ηξεύρω». Εκτός από τις ξένες γλώσσες, πρέπει να είχε διδαχτεί σε ικανοποιητικό βαθμό και την αρχαία ελληνική. Η αυτόγραφη ενθύμησή του με καλαίσθητη γραφή σε λεύκωμα κάποιου φίλου του το μαρτυρεί: Τα πάντα εν τω κόσμω μάταια εισίν, μία γαρ και μόνη αρετή αθάνατος υπάρχει. Βιέννη 1796 Ιουλίου 2.
Στις 27-6-1790, ζήτησε κι έλαβε άδεια έκδοσης εφημερίδας, αφού δύο προγενέστερες αιτήσεις του αδελφού του, το1788, 1789, είχαν απορριφθεί. Πάντως τον καιρό της σύλληψης του Ρήγα και των συνεργατών του, δε βρισκόταν στη Βιέννη, αλλά στο Βουκουρέστι. Από την αλληλογραφία του προξένου της Αυστρίας Merkelius με τον καγκελάριο Thugut και τον πρεσβευτή Rathkeal στην Κων/πολη μαθαίνουμε ότι , στις 11-10-1796, είχε εφοδιαστεί με διαβατήριο και το Δεκέμβριο βρισκόταν στο Βουκουρέστι με σκοπό την πώληση βιβλίων, αλλά και διάδοση των επαναστατικών ιδεών. Άλλωστε εκεί βρισκόταν ένα ακόμη μέλος της ομάδας του Ρήγα, ο γιατρός Κυρίτσος Πολύζος. Οι κινήσεις του κίνησαν την υποψία του Ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρου Υψηλάντη, που ζήτησε από το Merkelius να λάβει μέτρα εναντίον του. Στις 3-2-1797, έγραφε ο Merkelius: «Ο κύριος Ηγεμών δεν θέλει με κανένα τρόπον να πωληθούν εδώ τοιαύτα επιβλαβή βιβλία». Απαντώντας, στις 14-3-97 ο Thugut έγραφε: «και εις ημάς τους ιδίους δεν δύναται με κανένα τρόπον να είναι αδιάφορον να βλέπωμεν εις μίαν γειτονικήν επαρχίαν και εις επικοινωνίαν μεθ’ ημών ευρισκομένην, όπως είναι η Βλαχία, να διασπείρεται και να εξαπλούται το δηλητήριον των νεογαλλικών πολιτικών και θρησκευτικών ιδεών της γενικής διαφθοράς των ηθών».
Για το περιεχόμενο των «επιβλαβών βιβλίων» μας πληροφορεί Κατάλογος που συνέταξε ο Merkelius, που από 13 Μαρτίου ανέφερε ότι «ετέθησαν υπό φύλαξιν» και την 1η Απριλίου ότι είχαν κατασχεθεί. Σύμφωνα με τον Κατάλογο που βρέθηκε στα ρουμανικά Αρχεία και δημοσιεύτηκε, πρόκειται για βιβλία πολιτικού, θρησκευτικού –με βάση τις αρχές της Γααλλικής Επανάστασης- και ερωτικού περιεχομένου. «Κοπρογράμματα» τα χαρακτηρίζει ο συντάκτης της επιστολής προς τον Κ. Λαζάρου που προαναφέραμε. Από την επιστολή αυτή αντλούμε σημαντικές πληροφορίες για την αντιμετώπιση της Κίνησης του Ρήγα και των συνεργατών του και τη στάση απέναντι στις νέες ιδέες από τους συντηρητικούς κύκλους των Ελλήνων εμπόρων. Ανάλογη στάση, ως γνωστό, τήρησαν κι εκκλησιαστικοί κύκλοι. Αξιόλογη είναι η πληροφορία που παρέχει η επιστολή για τις κινήσεις του Πούλιου Μαρκίδη Πούλιου, μετά τη φυγή του από Βουκουρέστι προς Ιάσιο Μολδαβίας, στις 29-3-1798, σύμφωνα με άλλη αναφορά του Merkelius. Γράφει ο συντάκτης της επιστολής προς τον αδελφό του: «Ξαναβεβαιώνω την όλον υστερνήν μου, τα της Βιέννας τρέχοντα από Πούλεον Μάρκου Πούλιου, οπού αυτού ευρίσκεται και κάμνει τον γεωμέτρην΄ αυτός είναι αρχηγός και σταμπαπαδόρος εις τα κοπρογράμματα, όσον και μεραστής εις Γιάσι, Μποκορέστι, Κων/λιν και Σαλονίκην. Έφερεν και αυτού μερικά, ως μερικοί τα είδαν΄ και δώσατε μεγαλωτάτην προσοχήν, επειδή παίγνιον δεν είναι. Και παρόμοιοι κλέπται, οπού τα βασίλεια τους ζητούν δια το παλούκι και κρεμασταριάν, δεν πρέπει να τους αφήνετε να γίνωνται οι δαβατζήδες εις τους τιμημένους ανθρώπους και να τους ζημιώνουν…».
Φαίνεται, λοιπόν, πως ο Πούλιος από το Ιάσιο βρέθηκε για κάποιο χρονικό διάστημα στην πατρίδα του τη Σιάτιστα κάνοντας το «γεωμέτρη» και πουλώντας βιβλία. Είναι άγνωστο αν ως «μεραστής βιβλίων» πήγε ο ίδιος σε Κων/πολη και Θεσ/νίκη. Πότε έφυγε από τη Σιάτιστα είναι επίσης άγνωστο. Πάντως ο σπουδαιότερος μελετητής των Μαρκίδων Πούλιου και της Εφημερίδος, Λέων Βρανούσης, υποστηρίζει πως ίσως στις αρχές του 1799 ταξίδεψε μέσω Κέρκυρας, άγνωστο από πού προερχόμενος, στη Βενετία. Η επιστολή όμως αποκαλύπτει την προέλευση. Από τις αρχές του 1800, ίσως και πιο πριν, εργάζεται στη Βενετία ως «διρέκτωρ της Τυπογραφίας του Πάνου Θεοδοσίου», υπογραφόμενος πια, πιθανότατα για λόγους ασφαλείας ως Πούπλιος Μάρκου Βουκολίδης. Για τη ζωή του εκεί, τις δραστηριότητες και την ημερομηνία θανάτου του δεν υπάρχουν πληροφορίες.
Από τη Βενετία, με αναφορά του στις 10-3-1800 προς τη Γερουσία της «Επτανήσου Πολιτείας», ζητούσε άδεια για εγκατάσταση στην Κέρκυρα ή άλλο νησί ως πολίτης και ίδρυση τυπογραφείου αλλά με μορφή ολοκληρωμένου εκδοτικού συγκροτήματος, αναλύοντας ταυτόχρονα με πλήρες υπόμνημα –οικονομοτεχνική μελέτη, θα λέγαμε σήμερα- το κόστος που ανερχόταν σε 43.000 λίρες. Από την αναφορά αναδείχνεται χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού με απόλυτη συναίσθηση της προσφοράς και του χρέους προς την Πατρίδα. Θα σταθούμε μόνο σε 2 χαρακτηριστικά σημεία της. Στις προλογικές παραγράφους, αφού σύντομα εκθέτει τις δραστηριότητές του κατά το παρελθόν στη Βιέννη, τονίζει: «Δεν παύω από το να ασχολούμαι πώς και τίνι τρόπω να γίνω επωφελής εις το ένδοξόν μοι γένος, όθεν και εστοχάσθην να κατέλθω αναμεταξύ των ομογενών μου αδελφών μου και πατρίδος με το να είμαι Έλλην και Μακεδών…». Τα σχόλια περιττεύουν.
Μετά, αφού εκθέτει τα εκ της τυπογραφίας πνευματικά κι οικονομικά οφέλη για τους Έλληνες, καθώς θα διακοπεί η εκροή πολύτιμων πόρων για Βενετία κι αλλού, όπως στο παρελθόν, τονίζει: «Δεν είναι καλύτερον να θρέφωνται πτωχοί αδελφοί μας Έλληνες, Ορθόδοξοι, οι μεν μεταχειριζόμενοι εις το θέσιμον των γραμμάτων, οι δε εις τούτων την εκτύπωσιν και άλλοι εις το δέσιμον των βιβλίων ώστε και αι πτωχαί γυναίκες (φθάνει να έχουσι ένα βελόνιον ράπτουσαι χαρτία) να ημπορούν να ωφεληθώσι, παρά να κυβερνώνται με τους ιδίους μας ιδρώτας αλλόφυλοι;».
Μιλάει εδώ ένας άνθρωπος που γνωρίζει καλά τη λειτουργία της αγοράς και το ρόλο της οικονομίας για την εποχή του. Ουδεμία απόσταση υπάρχει από τη σύγχρονη οικονομική σκέψη. Από το περιεχόμενο του Υπομνήματος φαίνεται ξεκάθαρα πως ο Πούπλιος Μαρκίδης Πούλιος σχεδίαζε να ιδρύσει ολοκληρωμένη και σύγχρονη για τότε επιχείρηση με χυτήριο τυπογραφικών στοιχείων, χαρτοποιείο, βιβλιοδετείο. Τελικά, με βάση τα όσα είναι γνωστά, η πρόταση δεν υλοποιήθηκε, αλλά κι αν είχε υλοποιηθεί, ίσως θα ήταν δύσκολο να επιβιώσει στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν αργότερα στα Επτάνησα. Η πρόταση υποβλήθηκε υπό την προϋπόθεση ενός ημιανεξάρτητου κρατιδίου στα Ιόνια νησιά. Για τη ζωή και δράση του Πούπλιου Μαρκίδη Πούλιου από ‘δω και πέρα δεν υπάρχουν πληροφορίες. Δε γνωρίζουμε το χρόνο και τον τόπο θανάτου του, ούτε κι αν είχε δημιουργήσει οικογένεια.
Συμπερασματικά, αποτιμώντας την προσφορά και δράση των αδελφών Μαρκίδων Πούλιου, μπορεί να υποστηριχτεί αβίαστα πως πρόκειται για δυο φλογερούς πατριώτες, γνήσια τέκνα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, που, αν δε συνέβαιναν τα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν τη σύλληψη του Ρήγα και των συνεργατών του, θα είχαν ωφελήσει πολλαπλά το Γένος των Ελλήνων.
Ο Γ. Ζαβίρας, αξιολογώντας τη σπουδαιότητα της εφημερίδας και την προσφορά του τυπογραφείου τους επιλέγει: «… αλλ’ οίμοι! Η εξορία αυτών εγένετο λίαν επιζήμιος εις όλον το γένος των ελλήνων, επειδή η τυπογραφία αυτών έμελλε να εκδώση εις φως διάφορα συγγράμματα τα οποία έμελλον να ήναι ως άλλαι τινές βαθμίδες προς την του πρώην ελικώνος της ελλάδος ανάβασιν».
Μπορεί, σύμφωνα με τον πρώτο στίχο του επιγράμματος που χαράχτηκε στον ανδριάντα του Ρήγα: «Σπέρματ’ ελευθερίης ο Φεραίος σπείρειν αοιδός».
Οι αδελφοί Μαρκίδες Πούλιου όμως πρόσφεραν στο σπορέα ένα σημαντικό εργαλείο για την πραγμάτωση της σποράς: Το αλέτρι με το υνί για το όργωμα του χωραφιού. Το τυπογραφείο τους και την Εφημερίδa.