ΟΙ ΚΑΒΑΛΑΡΗΔΕΣ ΤΟΥ 15 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
ΟΙ ΚΑΒΑΛΑΡΗΔΕΣ ΤΟΥ 15 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ – ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟ ΕΘΙΜΟ
Βασιλική Γ. Σιάσιου
Φιλόλογος
Κατά τον Martin Nilsson, στο έργο του Ελληνική Λαϊκή Θρησκεία «ένας αρχαίος Έλληνας θα αισθανόταν σα να ήταν στην πατρίδα του, αν παραβρισκόταν σ’ ένα νεότερο πανηγύρι».
Κι αλλού ο ίδιος μελετητής τονίζει: «Όποιος βλέπει σημερινό ελληνικό πανηγύρι, θυμάται αμέσως τα αρχαία. Η λατρεία είναι νέα – της Παναγίας ή κάποιου αγίου- η ζωή όμως μένει η ίδια. Στήνονται σκηνές και παραπήγματα είτε από σανίδια, είτε από κλαδιά δέντρων και ο κόσμος γιορτάζει και χαίρεται. Η θρησκεία βέβαια χάνει την ιερότητά της, όμως η μορφή της αυτή παρουσίασε αντοχή πολύ μεγάλη. Ικανοποιεί την ανάγκη που αισθάνονται οι άνθρωποι να μαζευτούν, να διασκεδάσουν, να γιορτάσουν, να χαρούν. Χρειάζεται να διακοπεί και να ελαφρώσει ο μονότονος ρυθμός της καθημερινής ζωής. Είναι κοινωνικές ανάγκες που η αρχαία ελληνική θρησκεία ζήτησε να ικανοποιήσει. Στο σημείο αυτό η ελληνική θρησκεία διατηρήθηκε περισσότερο από κάθε άλλο» καταλήγει, ο Martin Nilsson.
Η εμμονή και προσήλωση του λαού στα πατροπαράδοτα έθιμα ήταν τόσο ισχυρή, έτσι που η Εκκλησία αναγκάστηκε να υποχωρήσει, να «κλείσει τα μάτια», όπως λέμε και ν’ ανεχθεί ακόμη και πράξεις και ενέργειες που είναι αντίθετες προς το πνεύμα της χριστιανικής διδασκαλίας. Άφησε στο λαό τις γιορτές και τις εξωτερικές χαρές της ζωής, για να του δώσει κι άλλες, εσωτερικές χαρές από το δίδαγμα και την πίστη στο Χριστό.
Έτσι πλήθος γιορτές , δοξασίες, τελετές και πανηγύρια των χρόνων της αρχαιότητας τις πήρε η Εκκλησία, τις συμπεριέλαβε στο χριστιανικό εορτολόγιο και τις προσάρμοσε στις παραδόσεις και το τυπικό της νέας θρησκείας.
Μια τέτοια γιορτή και πανηγύρι μαζί είναι και το πανηγύρι του 15Αύγουστου «Του Παναΰρ’ στου Τσιαρούσινου», στα σιατιστινά, που τελείται εδώ και τρεις αιώνες τουλάχιστο, καθώς πιθανολογούμε, στη Σιάτιστα. Από πού πήραμε αφορμή και τι είναι εκείνο που μας επιτρέπει να συνδέσουμε «του παναΰρ’ στου Τσιαρούσινου» με τα αρχαία πανηγύρια και ειδικά με τα αρχαία Παναθήναια που χάνονται στο βάθος των αιώνων και τελούνταν προς τιμήν της Παρθένου Αθηνάς, που το άγαλμά της ήταν στημένο στον Παρθενώνα; Αφορμή αποτέλεσαν τα γλυπτά της Ζωφόρου του Παρθενώνα που φιλοτέχνησε ο μεγαλύτερος γλύπτης κι αρχιτέκτονας των αιώνων, ο Φειδίας, προσωπικός φίλος του Περικλή στη δημοκρατική Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα.
Θέλοντας ο καλλιτέχνης ν’ αποδώσει τη δύναμη, την ακμή, την ακτινοβολία της Αθήνας σ’ όλο τον τότε γνωστό κόσμο και το μεγαλείο της , που οφειλόταν στην ανάπτυξη του εμπορίου, της ναυτιλίας και της βιοτεχνίας, παρουσίασε την πομπή των Παναθηναίων με τρόπο ρηξικέλευθο, επαναστατικό, ιδιαίτερα με την απεικόνιση των νεαρών ιππέων , που αρχικά στέκονται δίπλα στ’ άλογά τους, στη συνέχεια ανεβασμένοι προχωρούν , καλπάζουν, μέχρι που κάποιο άλογο έχει αγριέψει και στηριγμένο στα πίσω πόδια του υψώνει με άγρια περηφάνια το κορμί του χλιμιντρίζοντας, ενώ ένας ώριμος άντρας με δύναμη προσπαθεί να το συγκρατήσει. Είναι η μεγάλη στιγμή! Η στιγμή της αποθέωσης της Αθήνας!
Αυτή λοιπόν η σύνθεση μας επιτρέπει ν’ αναλογιστούμε πως κι ο Σιατιστινός άνθρωπος, ο Σιατιστινός πραματευτής, έχοντας πλουτίσει το 18ο αιώνα από το διαμετακομιστικό εμπόριο προς τις χώρες της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης έχοντας εξασφαλίσει κάποια προνόμια από τους Τούρκους, γιατί τον είχαν ανάγκη και θέλοντας στην πατρίδα να επιδείξει τον πλούτο, τη δύναμη και την περηφάνεια του από την οικονομική και κοινωνική υπεροχή του, ανέσυρε κάπου από τα βάθη της μνήμης του την ιδέα του αρχαίου πανηγυριού με ταυτόχρονη χρήση των αλόγων, που του επέτρεπε να δείχνει την ανωτερότητα της θέσης του μέσα σε μια αυστηρά ιεραρχημένη κοινωνία, την κοινωνία της Σιάτιστας, που το 18ο αιώνα βρέθηκε στην ύψιστη οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ακμή της, καθώς μαρτυρούν τα Αρχοντικά και οι εκκλησίες της ως αδιάψευστοι μάρτυρες.
Τέλος το ότι το πανηγύρι του δεκαπενταύγουστου συνδέεται αμεσότατα με τα αρχαία πανηγύρια αυτό το απόδειχναν ακόμη μέχρι τη δεκαετία του ’60 πολλά σιατιστινά έθιμα που τελούνταν στη Σιάτιστα, όπως και τα αρχαία έθιμα, π.χ. ο γάμος που τον περιγράφει ο Όμηρος στην ΙΛΙΑΔΑ (Ασπίδα του Αχιλλέα) ή τα νεκρικά και ταφικά έθιμα, όπου οι αρχαίοι μας πρόγονοι στόλιζαν, μοιρολογούσαν ή πενθούσαν το νεκρό, καταπώς λένε ο Όμηρος (β΄ μισό 8ου αιώνα π.Χ.), ο Ηρόδοτος (αρχές 5ου αιώνα π.Χ.) και ο Λουκιανός ( πολύ αργότερα) ή οι κλαδαριές της παραμονής των Χριστουγέννων που θυμίζουν το «αποτρόπαιον πυρ» των αρχαίων και τα Μπουμπουσιάρια (Καρναβάλια) που φτάνουν σε μας κατευθείαν από τα Διονυσιακά οργιαστικά έθιμα.
Είναι λοιπόν «του Παναΰρ’ στου Τσιαρούσινου» το πανηγύρι που τελούσε και τελεί ο σημερινός Σιατιστινός όχι πια για χάρη της Παρθένου Αθηνάς αλλά για χάρη της Παναγίας – Μητέρας του ανθρώπου, που ο λαός , όπως άλλοτε την Αθηνά, την ύμνησε και της απέδωσε ένα πλήθος επιθέτων. Την είπε: Αμπελακιώτισσα, Βουνιώτισσα, Δεκαπεντούσα, Θαλασσινή, Καλαμού, Καντήλα, Καστρινή, Καταπολιανή, Μαρμαριώτισσα, Μολυβδοσκέπαστη, Περλιγγού, Πλακιδιώτισσα, Σπηλιώτισσα, Τριαντενή, Φανερωμένη, Χρυσοκελαριά, Χιλιαδού, Εικοσιφοίνισσα… , πέρα από τα επίθετα που της απέδωσε ο βυζαντινός υμνογράφος αποκαλώντας την άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε, άχραντε, αγνή, παρθένε, θεόνυμφε, Ρόδον το αμάραντον….ή όπως την ιστόρισε στις βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες και τα μοναστήρια ο βυζαντινός και νεοέλληνας αγιογράφος και ψηφιδογράφος ως Πλατυτέρα των Ουρανών, Βρεφοκρατούσα, Οδηγήτρια, Παντάνασσα, Γαλακτοτροφούσα, Πορταήτισσα…
Και να πώς περιγράφει στο έργο του «Λαογραφικά Σιατίστης» ο αείμνηστος Δημήτριος Παπαναούμ το έθιμο του Πανηγυριού στο Τσιαρούσινο με τίτλο «Στην Παναγία στο Τσιαρούσινο» που ένα αρκετά μεγάλο απόσπασμα της περιγραφής του χρησιμοποιούμε:
«Μόλις έμπαινε το Δεκαπενταύγουστο η πρώτη φροντίδα των νέων ήταν να καπαρώσουν τα πιο εκλεκτά άλογα, μουλάρια και οι μικρότεροι γαϊδουράκια.Όσοι είχαν δικά τους φρόντιζαν να τελειώσουν γρήγορα τ’ αλώνια, να τα πεταλώσουν, να τα ταΐσουν, να τα ξεκουράσουν, για να μπορούν να ανθέξουν στα τρεξίματα κατά την ημέρα της Παναγίας. Μα δεν ήταν μόνο η υλική πλευρά του θέματος. Ήταν και η καλαισθητική, στην οποία διδόταν και το μεγαλύτερο βάρος. Το τετράποδο που θα έφερνε στην πλάτη του τον καβαλάρη, έπρεπε να έχει γιορτινή εμφάνιση. Ειδικό διακοσμητικό εξοπλισμό. Στο λαιμό κορδόνι με φούντες και χαμαϊλί και στη θέση του κουδουνιού σκλίβες (δόντια αγριογούρουνου). Στο γκέμι ή καπίστρι χάντρες άσπρες και γαλάζιες. Στο μέτωπο στρογγυλό καθρεφτάκι και στ’ αυτιά ηλιοτήρια και ζουκούμια (λουλούδια πικροδάφνης). Στην ουρά πλεξούδες και πολύχρωμες κορδέλες».
Τα «γκιουρντάνια», όπως λέγονται στη Σιάτιστα, θεωρούμε εμείς πως είναι τα περίφημα φάλαρα των αρχαίων, που έβαζαν κατά τον Όμηρο οι αρχαίοι αναβάτες στα άλογά τους για να τα στολίσουν, θέλοντας έτσι να δείξουν το στενό δεσμό αγάπης και φιλίας του ανθρώπου με το άλογο, πράμα που φαίνεται και από την Ομηρική Ιλιάδα, και από το Ακριτικό τραγούδι, αλλά και από το σιατιστινό δημοτικό τραγούδι. .
Και συνεχίζοντας ο Δημήτριος Παπαναούμ αναφέρει: «Στη σέλα ή το σαμάρι κόκκινη φλουκάτη κι απάνω μαξιλάρι κεντημένο. Στο μαξιλάρι θα καθότανε ο καβαλάρης έχοντας δεμένο ένα μεταξωτό μαντίλι στο λαιμό με κόμπο μπροστά και τριγωνικό άπλωμα στην πλάτη. Τα τρόφιμά του για το ζιαφέτι (συνεστίαση στον Αϊ Λια του Τσιαρούσινου) τα κουβαλούσε σε δισάκκι. Το κρασί του σε στολισμένη τσιότρα. Αυτά δεν φαίνονταν, γιατί τα σκέπαζε η φλουκάτη.
Μ’ αυτόν λοιπόν τον εξοπλισμό πήγαιναν στην Παναγία. Μόλις έφταναν εκεί, έδεναν τα άλογα στα δέντρα έξω από την εκκλησία και προσκυνούσαν. Μετά τη λειτουργία γίνονταν στον περίβολο χοροί κατά τους οποίους επιδεικνυόταν η λεβεντιά των χορευτών. Ολόκληρη η περιοχή συνταραζόταν από τους εκκωφαντικούς ήχους των μουσικών συγκροτημάτων, που πολεμούσαν παίζοντας να βουλώσουν αδελφά συγκροτήματα, από τις φωνές του πολύβοου πλήθους και από το οξύτατο σεκοντάρισμα των τζιτζικιών του γύρω δάσους. Μετά από ώρες ο ηχητικός αυτός παροξυσμός έπεφτε. Όργανα και χορευτές καβάλα στα άλογα απομακρύνονταν, για να ξεκουραστούν και να φάνε κάτω από τις βελανιδιές του Αϊ-Λιά, ένα χιλιόμετρο βόρεια του μοναστηριού, αφήνοντας στο μοναστήρι το δικό του το μόνιμο συγκρότημα που απάρτιζαν τα τζιτζίκια και τα «πετεινά του ουρανού».
Τα μουσικά συγκροτήματα για τα οποία κάναμε λόγο παραπάνω, ήταν λαϊκές ορχήστρες που καπάρωναν οι παρέες από πολλές μέρες πριν από την πανήγυρη. Αγώνας τρανός γινόταν για «τ’ άργανα που του Λιαψίστ(ι)». Χωρίς αυτά δε νοούνταν Παναγία, προπάντων για την αγροτική τάξη. Το Λιαψίστι ή Λιαψίστα είναι η σημερινή Νεάπολη Βοΐου. Τότε είχε και Τούρκους βαλαάδες.
Μέσα σ’ αυτούς υπήρχε το μουσικό συγκρότημα του Μουχαρέμ Αγά, που αποτελούνταν από δυο ζουρνάδες και δυο άργανα (τεράστια βαρελοειδή τύμπανα) που τάραζαν το σύμπαν. Τα μουσικά τους δε κομμάτια ήταν δυο μανέδες και αποσπάσματα κακότεχνα από τον τουρκικό εθνικό ύμνο. Αυτά επαναλαμβάνονταν ολόκληρο το πανηγυρικό εικοσιτετράωρο και μ’ αυτό βολεύονταν οι χορευτές.
Ξημερώνει η 15η Αυγούστου. Με το γλυκορόδισμα της αυγής, που τονίζει κι αυτή μεγαλόπρεπα την ομορφάδα της γιορτής, όλοι είναι στο πόδι. Τα πρώτα ποδοβολητά καβαλάρηδων ταράσσουν τη γαλήνη που η νύχτα είχε απλώσει ως τότε. Συγκροτούνται οι παρέες. Και να τώρα η «νιότη που ξεκινά το χάραμα, παίρνοντας του ήλιου το δρόμο». Τα όργανα δεν τους συνοδεύουν αυτήν την ώρα.
Θα τους περιμένουν στο Μοναστήρι, για να τους συνοδέψουν στην επιστροφή παίζοντας.
Γέροι, άνδρες, γυναίκες, νέες κατακλύζουν τις πλατείες και τις άκρες των δρόμων για να καμαρώσουν τη λεβεντιά, τον αγαπημένο, τον αρραβωνιαστικό που θα περάσει λυγερόκορμος για την πανήγυρη.
Το θέαμα είναι γοητευτικό και αισθάνεσαι στην παρακολούθησή του το φούντωμα των διαφορότροπων συναισθημάτων που πλημμυρίζουν τις ψυχές του κόσμου εκείνου. Οι όψεις των γέρων ξαστεριάζουν από τα σύννεφα της μελαγχολίας και της απαισιοδοξίας και ανθίζει στα χείλη τους το χαμόγελο της ζωής που πιστεύουν πως… θα διαρκέσει. Άλλοι πάλι ,ατενίζοντας τη βιτρίνα της νιότης μπροστά τους, θυμούνται με πόνο «τα γλυκοθύμητα μιας παιδιάτικης ζωής», που πέρασε, ανασκαλίζουν στη μνήμη τους τα παλιά και τα αισθάνονται να μοσχοβολάνε. Ναι, μοσχοβολάνε, αλλά σαν …«μαραμένα βασιλικά».
Αυτά τα συναισθήματα δημιουργούνται εκείνες τις στιγμές στις ψυχές της προχωρημένης ηλικίας που σεριανίζει, κρατώντας μπαστούνι ή κλώθοντας κομπολόγι.
Διαφορετικά όμως αισθάνονται οι νέοι και οι νέες. Το δείχνουν οι ασίγαστες σπιθοβολές των ματιών τους. Πνοή αναστάσιμη φουσκώνει τα στήθη τους σαν αντικρίσουν το πρόσωπο π’ αγαπούν. Ουρανόγελα αναβλύζουν από τα χείλη τους και σκιρτήματα αγαλλίασης δονούν τις καρδιές τους. Ευλογημένες για τα νιάτα στιγμές που χαρίζουν τις ευκαιρίες για ….τσιμπήματα και διαλέγματα. «Αν δε διαλέξει η ομορφιά, χαράμι που την έχει». Περνούν οι ώρες…έρχεται το μεσημέρι. Ο κόσμος βγαίνει από την πόλη στο «Εικονοστάσι». Εκεί στο ψήλωμα περιμένει τους πανηγυριώτες. Υπομένει με καρτερία τα πύρινα τόξα, που εκτοξεύει ο ήλιος καρφωμένος στο κέντρο του ουρανού, και δέχεται με ανακούφιση το δροσερό αγέρι της ανθομύριστης καλοκαιριάς, που πρόσχαρα στέλνουν τα γύρω γκριζόβουνα από τις κορφές τους.
Σε κάποια στιγμή μακριά στο κλώσμα του δρόμου , το «καγκέλι», προβάλλουν οι πρώτοι καβαλάρηδες και τα χάλκινα όργανα στέλνουν αστραφτερές τις ανταύγειες τους στα μάτια αυτών που περιμένουν. Πλησιάζουν. Ακολουθούν κι άλλες παρέες…, κι άλλες. Το θέαμα είναι υποβλητικό, μεγαλόπρεπο, συναρπαστικό. Τσιότρες υψώνονται στον αέρα κι ευχές διασταυρούμενες με σπιθοβολές ευφυολογημάτων και πειραγμάτων, που φλογίζει ο Βάκχος, πνίγονται στον πάταγο που δημιουργούν τα «λαλούμενα».Καβαλάρηδες και πεζοί προχωρούν προς την πόλη. Αρχίζουν οι επισκέψεις στους Παναγιώτηδες. Τ’ άλογα παραδίνονται στ’ αφεντικά τους , αφού παρελάσουν από το ένα άκρο της Σιάτιστας ως το άλλο πολλές φορές, επιδεικνύοντας τις δικές τους και των καβαλάρηδων τις χάρες».
Και καταλήγοντας ο αείμνηστος Δημήτριος Παπαναούμ λέει: «Συνεχίζονται επισκέψεις και γλέντια ως τα ξημερώματα της άλλης μέρας, οπότε λήγει το πανηγύρι».
Τα τελευταία βέβαια χρόνια, καθώς το ζούμε εμείς ως σήμερα, το έθιμο έχει μετεξελιχθεί.
Έτσι οι καβαλάρηδες γλεντούν στις δυο πλατείες Χώρας και Γεράνειας από βραδίς και τελούν τα λεγόμενα «Μπούνεια», γλέντι στο Μπούνο μαχαλάμ, ενώ ανήμερα το 15Αύγουστο το έθιμο έγινε πιο θεαματικό, πιο εντυπωσιακό, καθώς μετά την παρέλαση στον κεντρικό δρόμο εμπλουτίστηκε με τη συμμετοχή κοριτσιών και γυναικών που δανείζονται τ’ άλογα και σαν άλλες Αμαζόνες ανεβοκατεβαίνουν καλπάζοντας μόνες ή με νεαρούς καβαλάρηδες δημιουργώντας μια εικόνα γεμάτη ομορφιά , ζωντάνια, δροσιά και κέφι μέσα στην πόλη.
Εδώ θα πρέπει για την ιστορία να πούμε πως πρώτη Αμαζόνα που στάθηκε αιτία για τη μετεξέλιξη του εθίμου στάθηκε η Ρήνα, κόρη του Τζήκα Δαρδάλη, απόδημου Σιατιστινού της Αυστραλίας, όταν για πρώτη φορά, έφηβη τότε τόλμησε με ένα κάτασπρο, πανέμορφο και περήφανο άλογο να πάρει μέρος στο έθιμο με την παρέα του πατέρα της, που κάθε χρόνο έρχεται ειδικά το 15Αύγουστο, με ουγγαρέζικα μάλιστα άλογα, όπως και άλλοι απόδημοι Σιατιστινοί, για να τελέσει το έθιμο.
Από κει και πέρα τη μιμήθηκαν κι άλλες κοπέλες που κάθε χρόνο ολοένα και περισσότερο γίνονται πολυπληθέστερες.
Τέλος γενικεύοντας, η κοινωνική και δημογραφική σημασία των πανηγυριών ήταν και εξακολουθεί σε κάποια μέρη να είναι αναμφισβήτητη.
Ξανάφερναν και ξαναφέρνουν τους ανθρώπους, έστω και για λίγες μέρες στον τόπο τους, και κύρια τους ξενιτεμένους Σιατιστινούς και Έλληνες στα πέρατα της Οικουμένης, χαρίζοντάς τους τη ζεστασιά της πατρικής γης και των παιδικών αναμνήσεων και ξαναδίνουν στους απόμακρους από την πρωτεύουσα οικισμούς σαν τη Σιάτιστα, τον ανθρώπινο σκοπό της δημιουργίας τους, με πολυάνθρωπες τις πλατείες και τα καλντερίμια, τα καλντερίμια ; με ανοιχτά στα σπίτια τα παράθυρα, με κνίσες ψητών στο χωριό και με χτυπήματα ποδιών και ήχων στα χοροστάσια.
Έστω και για λίγο….
ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΓΡΑΦΗΚΕ ΓΙΑ ΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ VIDEO ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟΥ ΣΤΟ ΕΘΙΜΟ ΚΑΙ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΜΕΤΑΔΟΘΗΚΕ ΚΑΙ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟΥ ΚΑΝΑΛΙΟΥ «ΔΥΤΙΚΟΣ ΔΙΑΥΛΟΣ»
Σκηνοθεσία- μουσική και γενικότερη επεξεργασία: Βασιλική Γ. Σιάσιου