ΚΑΘΩΣ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ Η ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ
Ένας άγνωστος; Σιατιστινός Πατριώτης στην Ευρώπη μάχεται για τα δίκαια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821
Του Γεωργίου Νικολάου Δάρδα (Παρίσι)
Καταχωνιασμένος επί δύο αιώνες στα σκοτεινά υπόγεια της Γαλλικής Αστυνομίας, ήρθε στην επιφάνεια, όταν το Νοέμβριο του 2014 δόθηκαν στην ευρύτερη δημοσιότητα τα μυστικά αρχεία του υπουργείου Αστυνομίας της Γαλλίας των ετών 1821-1828. Ανάμεσα στις αναρίθμητες αναφορές, εκθέσεις, καταδόσεις, πληροφορίες, για ένα πλήθος ατόμων που είχαν τεθεί υπό παρακολούθηση από το «ελεεινό», όπως ονομάστηκε αργότερα υπουργείο, εντύπωση προκαλούσε μια εντελώς ξεχωριστή αναφορά για κάποιον «Έλληνα Μακεδόνα» που έφθανε στο Παρίσι το Νοέμβριο του 1825.
Η Γαλλία την εποχή αυτή ζει την εμπειρία της συνταγματικής μοναρχίας. Η περιβόητη συνταγματική κάρτα «La charte», που θεσπίζεται το 1814, μετά την οριστική πτώση του Ναπολέοντα, αναγνωρίζει τη διαδοχή των βουρβόνων στο βασιλικό θρόνο, διατηρεί όμως πολλά από τα κεκτημένα της Επανάστασης του 1789. Προς το τέλος του 1821, εννέα μήνες μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, τοποθετούνται στην κεφαλή της Αστυνομίας δύο άτομα με τις πιο ακραίες συντηρητικές αντιλήψεις. Πιστοί και οι δύο στα δόγματα της «Ιεράς Συμμαχίας», για την κατάπνιξη κάθε φιλελεύθερης κίνησης, στενοί φίλοι και συνεργάτες του εμπνευστή της μισέλληνα Μέτερνιχ, ιδρύουν στη Γαλλία ένα πυκνότατο κατασκοπευτικό δίκτυο. Γεμίζουν το Παρίσι με κατασκόπους. Κόμητες, βαρόνοι, συγγραφείς, στρατηγοί, καλλιτέχνες, ακόμα κι αστυνομικοί υψηλόβαθμοι, όλοι στο στόχαστρο.
Το Νοέμβριο του 1825, η προσοχή των διοικητών της Αστυνομίας επικεντρώνεται σε κάποιον «Έλληνα Μακεδόνα», Δημήτριο Ψατήλη, 26 ετών που φέρεται ως γιατρός του Πανεπιστημίου της Τύπινγκεν (Tübingen) της Γερμανίας και ζητά βίζα για το Παρίσι. Ήδη, πληροφορημένοι για τη στενή του συνεργασία με τις φιλελληνικές οργανώσεις της Γερμανίας, πιθανολογούσαν ότι η άφιξή του στο Παρίσι είχε σχέση με κάποια πολιτική αποστολή. Διατάζουν άμεσα στενή και εντατική παρακολούθηση. Οι εκθέσεις των κατασκόπων, που φτάνουν λίγο καιρό αργότερα, δίνουν μια μοναδική στο είδος της περιγραφή της προσωπικότητας του Δημητρίου Ψατήλη.
«Άτομο μοναχικό, αποτραβηγμένο από φίλους και παρέες, ζει μόνος σ’ ένα πενιχρό δωμάτιο σε κάποιο στενοσόκακο του Παρισιού, βουτηγμένος στη φτώχεια, στερείται και τα πλέον απαραίτητα για την επιβίωσή του. Είναι άγριας ψυχικής διάθεσης και απαντά μονολεκτικά στις ερωτήσεις που του απευθύνονται. Παρά την απόλυτη φτώχεια του, αρνείται κατηγορηματικά κάθε οικονομική βοήθεια που του προσφέρουν οι συνάδελφοί του της Ιατρικής Σχολής, όπου φοιτά και ο ίδιος».
Το ενδιαφέρον και την περιέργεια, που ασκούσε μια τέτοια προσωπικότητα, ενίσχυε και η πληροφορία ότι το άτομο αυτό είχε εκδώσει και κάτι συγγραφικά έργα.
Με μοναδικό στοιχείο το ονοματεπώνυμό του εντοπίσαμε, ύστερα από καιρό, σε κάποια βιβλιοθήκη του Παρισιού, ένα από τα έργα του γραμμένο στα Ελληνικά το 1825 και τυπωμένο στο Παρίσι του 1826 με τίτλο: «Ξενοαισθηματολογία: Ήτοι τα συναισθήματα του ξενιτεμένου για την πατρίδα του. Παρά του Δημητρίου Παναγιώτου Ψατήλη του εκ της κατά Μακεδονίαν Σιατίστης, Δόκτορος της Ιατρικής της κατά Βιρτεμβεργίαν εν Τωμβίγγα Ακαδημίας».
Ήταν συγκλονιστική η στιγμή που διαπιστώσαμε ότι ο Έλλην Μακεδών Δημήτριος Ψατήλης, «τ’ αγρίμι τ’ απλησίαστο», ήταν Σιατιστινός. Η περαιτέρω, υποχρεωτική πλέον, έρευνα γύρω από τη ζωή και το έργο του έφερε τα εξής στοιχεία:
Ο Δημήτρης Ψατήλης γεννήθηκε στη Σιάτιστα το 1799. Ο πατέρας του, Παναγιώτης Ψατήλης, πραματευτής, πεθαίνει, όταν ο Δημήτριος ήταν 7 ετών και η χήρα μάνα, μετά το θάνατο του συζύγου της, βρίσκεται αντιμέτωπη με τεράστιες οικονομικές δυσκολίες. Χάρις όμως στην «έγνοια και τη φροντίδα» του «Αγίου Οικονόμου» της ενορίας (μάλλον της Γεράνειας) κατορθώνει να αναθρέψει τα δυο ορφανά της αγόρια, Δημήτριο και Νικόλαο, δίνοντάς τους την «πρέπουσα αγωγή». Όταν ο Δημήτριος γίνεται 15 ή 16 χρονών, αναγκάζεται, όπως ο ίδιος λέει, «εβιάσθην υπό περιστάσεις», να πάρει το δρόμο της ξενιτιάς. Με την «πομπή» να τον συνοδεύει, «κατά της πατρίδος μας συνήθεια», μέχρι το «φρούρειον Δερβένι», αποχωρίζεται μ’ ένα σπαραξικάρδιο εναγκαλισμό την απαρηγόρητη μάνα του. Κι αφού πρώτα έλαβε την ευχή της, επιβιβάζεται στην «άμαξα του ταχυδρομείου» και φεύγει μόνος «δια την ξενητείαν».
Προορισμός του Δημητρίου φαίνεται να είναι η Ρουμανία, το Βουκουρέστι, και πιο συγκεκριμένα η Μονή του Αγίου Γεωργίου Βουκουρεστίου, «προηγούμενος» της οποίας είναι ο Αρχιμανδρίτης Γαβριήλ. Ο εξαίρετος αυτός άνθρωπος αναλαμβάνει τη μόρφωση του Δημητρίου στο παράρτημα της «Αυθεντικής Ηγεμονικής Ακαδημίας Βουκουρεστίου» που υπήρχε στη Μονή. Ο ίδιος «συνήργησεν» και για την περαιτέρω φοίτηση του Δημητρίου στα «Πανδιδακτήρια της πεφωτισμένης Ευρώπης». Το 1822 ο Δημήτριος, στο τέταρτο έτος, «εν τω τετάρτω χρόνω ακροατής της Ιατρικής Σχολής», προφανώς της Πέστας, εκδίδει «εν Πέστα παρά τω ευγενή ΙΩΝ. ΘΩΜΑ ΤΡΑΤΤΝΕΡ εκ Πετρόζας» ένα έργο του στα Ελληνικά με τίτλο: «Συνοπτική Φυσιολογία διαλαμβάνουσα και περί Μαγνητισμού». Ένα εκατοντασέλιδο βιβλίο, ίσως κάποια διατριβή του και το αφιερώνει με απέραντη ευγνωμοσύνη, «τω πανοσιωτάτω αγίω Αρχιμανδρίτη Γαβριήλ εις τεκμήριον ευγνωμοσύνης».
Στις 23 Δεκεμβρίου 1823 ο Δημήτριος φέρεται εγγεγραμμένος στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Τύμπινγκεν Γερμανίας (Βιρτεμβέργης), ως Demetrius Panagioti 24 ετών εκ Σιατίστης της Μακεδονίας, πατρός πραματευτού (mercator). Παράλληλα με τη φοίτησή του στη σχολή, αναπτύσσει έντονη πατριωτική δραστηριότητα με τις τοπικές φιλελληνικές οργανώσεις, όπως μας πληροφορεί η Γαλλική Αστυνομία, αφού είχε επισκεφτεί κι άλλες ευρωπαϊκές χώρες για τον ίδιο σκοπό. Προς το τέλος Νοεμβρίου 1825 αναγκάζεται να φύγει και να έρθει στο Παρίσι, ύστερα από μια προστριβή που είχε με την τοπική φιλελληνική οργάνωση.
Στο Παρίσι παρακολουθεί τακτικά μαθήματα στην Ιατρική σχολή, απομονωμένος από φίλους και παρέες, όπως μας πληροφορούν οι καταδότες. Δεν έρχεται σ’ επαφή με κανένα, παρά μόνο με τη φιλελληνική επιτροπή («comitė grec») Παρισίων, που είχε ιδρυθεί στις αρχές του 1825 και απαριθμούσε 523 μέλη, προερχόμενα από τις πιο υψηλές τάξεις της γαλλικής κοινωνίας (δούκες, βαρόνοι, βουλευτές, στρατηγοί…) και είχε σκοπό «τη φιλανθρωπική συμπαράσταση στους κατατρεγμένους Έλληνες αλλά και κάθε είδους άλλης ενέργειας για την κατευόδωση της Ελληνικής Επανάστασης».
Η Γαλλία, με ασαφή εξωτερική πολιτική γύρω από την Ελληνική υπόθεση, παρακολουθούσε με απάθεια τα γεγονότα, χωρίς να εμπλέκεται στις εξελίξεις του αγώνα, όπως η Ρωσία και η Αγγλία. Ο κόσμος εκείνη την εποχή (αρχές 1826) είχε στραμμένα τα βλέμματα στο Μεσολόγγι, το μόνο όρθιο, που δε θα αργούσε κι αυτό να πέσει. Κι όταν τελικά έφτασε το θλιβερό μαντάτο της πτώσης του, η Γαλλία αναστατώθηκε. Η ηρωική έξοδος, η άρνηση της δουλείας και η αδίστακτη θυσία των πολιορκημένων άναψαν αισθήματα θαυμασμού, συμπόνοιας, αλλά και οργής και αγανάκτησης στις καρδιές της παριζιάνικης κοινωνίας. Μια ογκώδης συγκέντρωση φοιτητών ξεχύνεται στους δρόμους. Οργισμένη κατευθύνεται προς τα βασιλικά ανάκτορα με συνθήματα υπέρ των Ελλήνων, αλλά και ύβρεις και κατάρες κατά των Γάλλων αξιωματικών που υπηρετούσαν στο στρατό του Ιμπραήμ, (Αραπιάς άτι, Γάλλου νους…). Ο βασιλιάς Κάρολος 10ος, νεότερος αδελφός του αποκεφαλισμένου Λουδοβίκου 16ου , θορυβείται. Έντρομος εξέρχεται στον εξώστη του παλατιού και υπόσχεται ρητά στα οργισμένα νιάτα ότι από ‘δω και πέρα θα ασχοληθεί ο ίδιος ευνοϊκά με την Ελληνική υπόθεση.
Στις μέρες και στους μήνες που ακολουθούν, το Παρίσι ζει κυριολεκτικά στον ελληνικό παλμό. Με πρωτοβουλία της Φιλελληνικής Επιτροπής Παρισίων, που αναλαμβάνει συντονιστικό ρόλο όλων των φιλελληνικών σωματείων της Ευρώπης, διοργανώνεται ένας πρωτοφανής σε μέγεθος έρανος υπέρ των Ελλήνων. Πλούσιοι Γάλλοι προσφέρουν σημαντικά ποσά, άλλοι σπεύδουν στα σκλαβοπάζαρα της Αλεξάνδρειας, για να εξαγοράσουν γυναικόπαιδα. Θεατρικές παραστάσεις, εκθέσεις καλλιτεχνών, ζωγραφικής, γλυπτικής και κάθε είδους θέαμα στο Παρίσι, όλες οι εισπράξεις για τον ίδιο σκοπό. Το συνολικό ποσό του εράνου σε ρευστό ανέρχεται στα 1.700.000 γαλλικά φράγκα, όταν η συνολική ταμειακή δύναμη της Γαλλίας του 1815 δεν ξεπερνά τα 618.000.000 γαλλικά φράγκα.
Στη δίνη των γεγονότων ο Δημήτρης Ψατήλης, που βρίσκεται στο Παρίσι τούτη την ώρα, δε μένει αδρανής. Εκπονεί και εκδίδει πάραυτα ένα σημαντικό, για την εποχή εκείνη έργο, στα γαλλικά με τίτλο: «Επισκόπηση της κατάστασης στην Ελλάδα και σκέψεις γύρω από την ανεξαρτησία της». Δε βρέθηκε άλλος από τους εγκαταστημένους με άνεση Έλληνες στο Παρίσι, ούτε κι ο μεγάλος κατά τα άλλα Κοραής, παρά ένας Σιατιστινός, ένα συντρίμμι της φτώχειας και της στέρησης, ν’ αδράξει τη σκυτάλη της τιμής. Μ’ έναν υπέροχο πρόλογο, αφιερώνει το έργο του «σ’ όλα τα μέλη των απανταχού φιλελληνικών σωματείων για τη βοήθεια που παρέχουν στο έθνος του, στον αγώνα κατά της μισητής μουσουλμανικής τυραννίας». «Έχοντας την πεποίθηση ότι η ευγνωμοσύνη είναι το αίσθημα που τιμά περισσότερο από κάθε άλλο τον άνθρωπο, αισθάνεται ευτυχής και μακαρίζει τον εαυτό του, που γίνεται αυτή τη στιγμή διερμηνέας και εκφραστής των συναισθημάτων ευγνωμοσύνης όλων των συμπατριωτών του. «Συναισθήματα που θα μείνουν άλλωστε εσαεί χαραγμένα με ανεξίτηλους χαρακτήρες στις καρδιές τους».
Στη συνέχεια του 30σέλιδου έργου του, περιγράφει τη φρικτή κατάσταση στην Ελλάδα, τη ζωή των ραγιάδων, τις φρικαλεότητες των Τούρκων και τις αιτίες που οδήγησαν τους συμπατριώτες του στην εξέγερση. Περιγράφει επίσης με λεπτομέρεια πολλές από τις εκβιαστικές καταστάσεις στις οποίες μπορεί να περιέλθει κάθε στιγμή ο σκλάβος ραγιάς, ανάλογα με τις ορέξεις, την απληστία, το φθόνο και τη ζήλεια του βάρβαρου Οθωμανού κατακτητή. Τεκμηριώνει μάλιστα αυτές του τις αναφορές με πραγματικά παραδείγματα και περιστατικά, σε κάποια από τα οποία πρέπει να υπήρξε μάρτυρας ή τα βίωσε πραγματικά ο ίδιος. Καταδεικνύει κι επιμένει στην αναγκαιότητα της επανάστασης και στην αποφασιστικότητα των επαναστατημένων, να «ελευθερωθούν ή να πεθάνουν».
Πολλοί από τους Γάλλους, που ως τότε είχαν διαφορετική άποψη και θεωρούσαν την Ελληνική Επανάσταση ως «μια εξέγερση ενός λαού κατά του νόμιμου αφέντη τους» επηρεασμένοι από «αλάθητους ηγέτες», άλλαξαν γνώμη. Ο διστακτικός μέχρι τότε, για την ελληνική υπόθεση, Βίκτορ Ουγκό ξεσπαθώνει. Με το ποίημα «Ενθουσιασμός», που συνθέτει αμέσως, προσκαλεί τους Γάλλους «να σπεύσουν στην Ελλάδα για εκδίκηση και λευτεριά. Να σταματήσει επιτέλους να τρέχει το αίμα ενός μαρτυρικού λαού και στη θέση του άφθονο ας κυλήσει το μιαρό αίμα των δημίων». Με δριμύτατους λόγους στο κοινοβούλιο οι Γάλλοι Φιλέλληνες βουλευτές στηλιτεύουν την εξωτερική πολιτική της Γαλλίας. Ο βασιλιάς Κάρολος δε θ’ αργήσει να στραφεί υπέρ του Ελληνικού Αγώνα και να τιμήσει έτσι την υπόσχεσή του. Τον Ιούλιο του επόμενου έτους στο Λονδίνο μαζί με τους Ρώσους και τους Άγγλους θα υπογράψουν μια συνθήκη. Την περιβόητη «Ιουλιανή Σύμβαση» που έδινε μια μισοανεξαρτησία στην Ελλάδα (Τον Ιούλιο κάποτε…).
Το πατριωτικό έργο του Δημητρίου δεν τελειώνει εδώ. Δεν αρκείται στην ένθερμη αναστάτωση που έφερε στην κοινωνία των Παρισίων, ο φλογερόψυχος Σιατιστινός. Φεύγει για τη Λυών, τη δεύτερη σε πληθυσμό πόλη της Γαλλίας, όπου θα παραμείνει για μερικούς μήνες, για να προβάλει και να πείσει για τα δίκαια της Ελληνικής Επανάστασης και την αφόρητη πίεση που υφίσταται ο Ελληνικός λαός. Επανεκδίδει κι εκεί το ίδιο έργο του με μια τροποποίηση στον τίτλο: «Επισκόπηση των αιτιών της Ελληνικής επανάστασης για την ανεξαρτησία από την κυβέρνηση των μουσουλμάνων».
Αφού ολοκληρώνει και στη Λυών την αποστολή του, επιστρέφει στο Παρίσι το Νοέμβριο του 1826. Από τους σπιούνους που δε σταματούν να τον παρακολουθούν μαθαίνουμε ότι «επιστρέφει απ’ τη Λυών και προτίθεται σύντομα να φύγει για την Αγγλία». Μια άλλη αναφορά των κατασκόπων μας πληροφορεί ότι στις 16 Μαρτίου 1827, ένας γρεναδιέρος(αξιωματούχος της βασιλικής φρουράς) παρουσιάζεται στο σπίτι του, για να του παραδώσει ένα «ογκώδες πακέτο», που περιείχε έγγραφα ευνοϊκά για τον ίδιο. Δε θα μάθουμε, δυστυχώς, ποτέ, τι περιείχε το «ευνοϊκό» πακέτο, γιατί ο Δημήτριος είχε ήδη φύγει, πριν από δυο μέρες για την Αγγλία.
Πράγματι, προς τα μέσα Μαρτίου ή αρχές Απριλίου του 1827, βρίσκεται στην Αγγλία και συγκεκριμένα στην Πανεπιστημιούπολη της Οξφόρδης, όπου θα παραμείνει για αρκετούς μήνες, να συνεχίσει κι εκεί την πατριωτική του αποστολή. Εκδίδει στον οίκο W. BAXTER το ίδιο ακριβώς έργο του στα Αγγλικά κι αφιερώνει συνάμα ένα «πόνημα του συγγραφέως ποιητικόν», καθώς επίσης κι άλλο ένα «εις τας ωραιότητας της πόλεως Ωξονίου». Όμως δε θα σταματήσει ούτε εδώ ο ακούραστος πατριώτης. Αφήνει, ύστερα από παραμονή 4-5 μηνών, «τας ωραιότητας του Ωξονίου κι ανεβαίνει βόρεια προς τη Σκωτία. Στη Γλασκόβη και στο Εδιμβούργο βρίσκουμε τα ίχνη του αγωνιστή της λευτεριάς. Εδώ όμως αρχίζει ο Γολγοθάς για το Δημήτριο. Αφού δαπάνησε στα ταξίδια όλα τα οικονομικά του αποθέματα, είναι σε άθλια οικονομική κατάσταση και βρίσκεται εγκλωβισμένος σε αφιλόξενη γη. Ο Χειμώνας βαρύς. Αγωνίζεται για μια, έστω προσωρινή, θέση στις πανεπιστημιακές σχολές. Είναι μόλις 28 χρονών, με άρτια επιστημονική κατάρτιση, πτυχιούχος Ιατρικής σχολής, γνώστης και συγγραφέας πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών. Έχει όλα τα προσόντα να προσληφθεί κάπου, έστω και προσωρινά, όπως λέει, αλλά μάταια. Αντιμετωπίζει την παγερή απάθεια και την απάνθρωπη υποκρισία των ανθρώπων. Σε μια ύστατη προσπάθειά του, στοχεύοντας σε παράδοση μαθημάτων Ελληνικής γλώσσας ή κάποια θέση μεταφραστή ή διερμηνέα, εκδίδει ένα φυλλάδιο 16 σελίδων με τίτλο: «Σύντομη διατριβή γύρω από την προφορά της ελληνικής γλώσσας με οικείους διαλόγους και κείμενα στα γαλλικά και στα αγγλικά». Χαμένος κόπος. Κανένα ενδιαφέρον. Όλες οι πόρτες κλειστές γι’ αυτόν. Παγερή αδιαφορία. Είναι ολοφάνερο ότι πέφτει θύμα ρατσισμού και διάκρισης της άρχουσας τάξης της Σκωτσέζικης κοινωνίας. Εξουθενωμένος κυριολεκτικά και «στα όρια της ζητιανιάς», όπως ο ίδιος ομολογεί, απευθύνεται στη Φιλελληνική Επιτροπή του Εδιμβούργου και ζητά απεγνωσμένα βοήθεια για να επιστρέψει στην πατρίδα του. Η απάντηση που παίρνει είναι η εξής: «Η επιτροπή δεν έχει άλλο σκοπό παρά μόνο την μόρφωση των Ελληνίδων κορασίδων. Επομένως δεν μπορεί να κάνει τίποτα για σας». Η απάντηση αυτή κεντρίζει την αράθυμη ψυχή του αδάμαστου συμπατριώτη μας. Δεν έχει άλλο όπλο παρά μόνο την πέννα. Γράφει και θέτει σε κυκλοφορία ένα έντυπο με τίτλο: «ΦΩΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ενάντια στην εγωιστική φιλοσοφία της ΠΟΛΙΤΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ».
Ένας δριμύτατος λίβελος κατά της άρχουσας τάξης του Εδιμβούργου και της Γλασκόβης. Κατονομάζει μάλιστα έναν-έναν τους διευθυντές, υποδιευθυντές, προϊσταμένους, καθηγητές κ.λ.π. στιγματίζοντας την απάνθρωπη και υποκριτική συμπεριφορά τους, απέναντι στους δυστυχείς. Στους διευθυντές της Φιλελληνικής Επιτροπής Εδιμβούργου, ιερωμένους μάλιστα της δυτικής εκκλησίας, απαντά: «Μπορώ να βεβαιώσω τις Ελληνίδες κορασίδες κι όλα τα ελληνόπουλα ότι οι στρατιώτες του σουλτάνου θα είχαν δείξει περισσότερη συμπάθεια, στην προκειμένη περίπτωση από τους στρατιώτες αυτούς του Χριστού». Στην «ημιθανή», όπως λέει, κατάσταση που βρίσκεται δε θα δίσταζε απέναντι στην απάνθρωπη ωμότητα αυτών των άλλων Ιμπραήμ πασάδων, να θυσιάσει τη ζωή του, προκειμένου αυτή η θυσία να συνεισφέρει, έστω και το ελάχιστο όφελος στην πατρίδα του.
Δε γνωρίζουμε αν μπόρεσε ο Δημήτριος να βρει κάποια διέξοδο στο τραγικό ζήτημα επιβίωσής του. Τα ίχνη του χάνονται εδώ. Όλα δείχνουν ότι η παγερή και αφιλόξενη γη της Σκωτίας κράτησε το κορμί του. Όχι όμως και την ψυχή του.
Όταν το Σεπτέμβριο του 1825, από τις Βρυξέλλες, «εν ταις κατά Βελγικόν Βρυξέλλες», έγραφε την «Ξενοαισθηματολογία» του, φλεγόταν, όπως ο ίδιος ομολογεί, από τον πόθο της επιστροφής στην πατρίδα. Να ξαναβρεί τη λατρεμένη μάνα του, τον αδελφό του, τους συγγενείς και φίλους, την πολυπόθητη Σιάτιστα με τις αγαπημένες του παιδικές εξοχές, Προφήτη Ηλία, Άγιο Χριστόφορο, και Άγιο Νικάνωρα, που, ως γνωστό, δεν αποτελούσε τότε το νεκροταφικό ναό της Γεράνειας. Αυτή η «επικείμενη» επιστροφή του άλλωστε, μετά το πέρας των σπουδών του, ως Γιατρού πια ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, θα του είχε εξασφαλίσει ένα λαμπρό και ευήμερο μέλλον. Παραμένει όμως στην ξενιτιά, βλέποντας ότι τα δραματικά γεγονότα της πολιορκίας του Μεσολογγίου αποσπούν το ενδιαφέρον και την προσοχή και εντείνουν την αγωνία των Ευρωπαίων. Αισθάνεται απαραίτητη την παρουσία του εδώ και αναλαμβάνει αυτοβούλως εθνική αποστολή. Τρέχει από χώρα σε χώρα, από πόλη σε πόλη, αιμάσσει και μάχεται και διαλαλεί απερίφραστα στους ξένους τα δίκαια της Ελληνικής Επανάστασης.
Συνεπαρμένος όμως από την άμετρη αγάπη για την πατρίδα του, δεν υπολόγισε καλά τις δυνατότητές του, κυρίως τις οικονομικές. Είχε υψηλές γνωριμίες στον ευρωπαϊκό χώρο. Αλληλογραφούσε με πολλούς Ελληνιστές Ευρωπαίους, ιδίως με το μεγάλο Γερμανό Ελληνιστή Θείρσιο (Friedrich Wilhelm Thiersche). Είχαν όλοι τους προμηθευτεί το έργο του, μέχρι κι ο μεγάλος Καποδίστριας. Όμως ο ανεπιτήδευτος και ανιδιοτελής χαρακτήρας του, με την ορεσίβεια Σιατιστινή ντομπροσύνη του, δεν του επέτρεψαν να εκμεταλλευτεί ανθρώπους και καταστάσεις. Παρέμεινε φτωχός, «υστερημένος» και «απόκληρος» της ζωής. Είναι μοναδικός στην προσπάθειά του και δε γνωρίζουμε αν υπάρχει δεύτερος στην Ευρώπη, τη συγκεκριμένη εποχή, με τέτοιο έργο και παρόμοια αποστολή. Το ότι έμεινε άγνωστος στην Ελλάδα και στη Σιάτιστα, είναι προφανώς αποτέλεσμα της μη επανόδου του στο πάτριο έδαφος, καθώς και της πρόωρης, κατά τα φαινόμενα, απώλειας της ζωής του. Πιθανόν όμως, κάποιος από τους παλιούς ή και τους νεότερους ερευνητές των τελευταίων δεκαετιών να τον έχει εντοπίσει. Μη όντας όμως ο ίδιος Σιατιστινός και κυρίως, μη διαθέτοντας τα σημερινά διαδικτυακά μέσα έρευνας, δεν προχώρησε περαιτέρω.
Όπως και να ‘ναι όμως, όλα τα στοιχεία της έρευνας δείχνουν ότι πρόκειται για έναν αυτεπάγγελτο εθναπόστολο που η προσφορά του είναι αναντίρρητη, τόσο για το Έθνος, όσο και για τη Σιάτιστα, μιας Σιάτιστας, που, ανά τους αιώνες, τα τέκνα της πρωτοστατούσαν: «στα γρόσια, στα γράμματα, αλλά και στα πατριωτικά αισθήματα».
Παρίσι Μάρτιος 2017
Η ΕΦΗΜΕΡΙΣ συγκλονισμένη κυριολεκτικά από τη μελέτη του αγαπητού συμπατριώτη μας του Παρισιού, Γιώργου Ν. Δάρδα, που με προσπάθεια και κόπο μεγάλο, καθώς είναι ολοφάνερο, έφερε, μετά από ενδελεχή έρευνα, στο φως, στοιχεία άγνωστα εδώ και δυο ολόκληρους αιώνες, άκρως ενδιαφέροντα, που συμπληρώνουν το παζλ της Ιστορίας της Σιάτιστας, του ταπεινού, αλλά και κραναού, (βραχώδους) αυτού τόπου, όπως θα έλεγε και ο μεγάλος ποιητής της Αρχαιότητας, ο Όμηρος, της τεράστιας προσφοράς της προς το Έθνος, κατά τα σκοτεινά χρόνια της δουλείας, εντός και εκτός Ελλάδας, θα ήθελε να ευχαριστήσει το συμπατριώτη μας που της εμπιστεύτηκε να δημοσιεύσει στοιχεία αδημοσίευτα, ως τη στιγμή, για το μεγάλο πατριώτη Δημήτριο Ψατήλη, να τον συγχαρεί για τον αγώνα και την έρευνά του και να του ευχηθεί να συνεχίσει με την ίδια ζέση και αγάπη για τη Σιάτιστά μας τις έρευνές του στο Παρίσι.